Το ρίσκο της... «καθαρής εξόδου» και το «δίχτυ ασφαλείας»
Η Ελλάδα δεν είναι έτοιμη για «καθαρή έξοδο» στις αγορές και εάν η κυβέρνηση για λόγους «πολιτικού εγωισμού» δεν το βλέπει, τότε μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε νέο αδιέξοδο.
Ο επικεφαλής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, για μία κόμη φορά χθες επανέλαβε τη θέση ότι μία προληπτική πιστωτική γραμμή θα βοηθούσε την οικονομία, προσφέροντας «εξασφάλιση», ειδικά σε περίπτωση που οι συνθήκες στη διεθνή αγορά χειροτερέψουν, ενώ θα επιτρέψει στη χώρα να διατηρήσει το waiver, διευκολύνοντας τις τράπεζες.
Όσοι βλέπουν κινδύνους από μία «καθαρή έξοδο», επιμένουν στην ανάγκη να κάνει η χώρα τα πρώτα της βήματα μετά τα μνημόνια με ένα ευρωπαϊκό «δίχτυ ασφαλείας».
Από αυτήν την άποψη, μία χώρα που βγαίνει από το μνημόνιο με τα ομόλογα της να αξιολογούνται σαν «σκουπίδια» (“junk”) από τους οίκους αξιολόγησης, όπως θα είναι η Ελλάδα τον Αύγουστο του 2018, θα διατρέχει για αρκετό καιρό τον κίνδυνο να πάει κάτι στραβά στη σχέση της με την αγορά ομολόγων.
Εξάλλου, με τα ομόλογα σε κατηγορία “junk”, η χρηματοδότηση από τον ELA αποτελεί μονόδρομος για τις ελληνικές τράπεζες, με ανοιχτό το ενδεχόμενο να επιβαρύνει σοβαρά τα οικονομικά τους αποτελέσματα και να τις εκθέσει σε σοβαρότερο κίνδυνο ανακεφαλαιοποίησης.
Η κυβέρνηση τονίζει ότι οι αγορές ήδη έχουν αρχίσει να την εμπιστεύονται.
Το θέμα είναι, λοιπόν, τι ακριβώς θα συμβεί, όταν πας να πάρεις για πρώτη φορά πραγματικά λεφτά από την αγορά, όχι δευτερογενώς. Οι οίκοι αξιολόγησης βαθμολογούν την Ελλάδα σε αρκετά κατώτερο επίπεδο σε σχέση με εκείνο, που θεωρείται επενδυτικό.
Επίσης, πολύ μεγάλη σημασία έχει και το spread, δηλαδή η απόσταση που έχουμε από τα γερμανικά ομόλογα. Η αλήθεια είναι ότι και τα spreads υποχωρούν, ωστόσο είναι μεγαλύτερα σε σύγκριση με την προ κρίσης εποχή, διότι έχει μειωθεί πάρα πολύ και η απόδοση του ομολόγου βάσης. Η Γερμανία κάποιες στιγμές δανείζεται ακόμη και με αρνητικό επιτόκιο.
Αυτό που τεχνικά προκύπτει ως πρόβλημα και ανησυχεί την ΤτΕ είναι ότι εάν δεν υπάρχει μία προληπτική πιστωτική γραμμή, δεν έχεις τη στήριξη των μηχανισμών της Ευρωζώνης, ενώ οι τράπεζες ενδεχομένως και να μην μπορούν να δίνουν τα ομόλογά τους ως εγγύηση, ως collateral, για να δανείζονται από την ΕΚΤ. Αυτό μπορεί να οδηγήσει τις τράπεζες ξανά στον ELA, στο μηχανισμό της Τράπεζας της Ελλάδος που έχει μεγαλύτερο επιτόκιο. Επίσης υπάρχει ένα πρόβλημα, εάν χωρίς αυτόν το μηχανισμό στήριξης θα επωφεληθούμε από την τελευταία φάση του περιβόητου QE, της ποσοτικής διευκόλυνσης που εφαρμόζει εδώ και χρόνια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με πάρα πολύ καλά αποτελέσματα για την οικονομία της Ευρωζώνης.
Δεν θα πρέπει να αγνοούμε, εξάλλου, ότι το Δημόσιο κατά την πρόσφατη έκδοση του 7ετούς ομολόγου πέτυχε απόδοση 3,5%. Πρόκειται για το υψηλότερο επιτόκιο δανεισμού σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, περίπου δύο εκατοστιαίες μονάδες πάνω συγκριτικά με τα επιτόκια των επταετών ομολόγων της Πορτογαλίας και της Κύπρου, 1,53% και 1,56%, αντίστοιχα.
Η άνοδος της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου πάνω από το 4,3% χθες στέλνει «σήμα κινδύνου», στον απόηχο των «πανηγυρισμών» της κυβέρνησης για την έξοδο της χώρας στις αγορές.
Η Ελλάδα πραγματοποίησε την έκδοση του 7ετούς, χωρίς να έχει ανάγκη τα κεφάλαια αυτά άμεσα. Στόχος είναι η δημιουργία ενός αποθέματος ασφαλείας ύψους 18 με 20 δισ. ευρώ, οπότε δεν υπήρχε άμεση ανάγκη χρηματοδότησης του προϋπολογισμού.
Τι θα συνέβαινε, εάν η Ελλάδα δεν βρισκόταν υπό την «ομπρέλα» προστασίας του μνημονίου και η δημοπρασία ήταν ζωτικής σημασίας για την οικονομία;