Με κυβερνητικό «δάκτυλο» η λιτότητα διαρκείας
Η επισήμανση των θεσμών πως η Ελλάδα θα τελεί υπό τη λεγόμενη «ενισχυμένη εποπτεία» και μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο, δεν αποτελεί ούτε έκπληξη ούτε… είδηση, παρά τις κυβερνητικές δεσμεύσεις περί «καθαρής εξόδου» από τα μνημόνια και την επιτροπεία.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση έχει υπογράψει αφενός για περικοπές σε συντάξεις κι αφορολόγητο το 2019 και το 2020, αντίστοιχα κι αφετέρου έχει δεσμευτεί για την επίτευξη του στόχου 3,5% των πρωτογενών πλεονασμάτων μέχρι το 2022 και άνω του 2% έως και το… 2060! Κοινώς, η «Αριστερά» έχει συναινέσει σε… λιτότητα διαρκείας.
Αυτή, εξάλλου, τη δέσμευση επικαλείται και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, επισημαίνοντας πως «η έξοδος στις αγορές δεν σηματοδοτεί το τέλος της λιτότητας». Για την ακρίβεια, η «θηλιά» των μνημονίων δεν χαλαρώνει από το καλοκαίρι κι έπειτα, δεδομένου ότι όποτε δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι των πλεονασμάτων, τότε θα λαμβάνονται… μέτρα ή θα μπαίνει «κόφτης».
Η «προσγείωση» από τον Ντέκλαν Κοστέλο όσον αφορά τα περί «καθαρής εξόδου» τον ερχόμενο Αύγουστο αποτελεί ακόμη μία διευκρίνιση του εκπροσώπου της Κομισιόν, η οποία αποδομεί το σχετικό «αφήγημα» της κυβέρνησης. Λίγους μήνες νωρίτερα ο ίδιος είχε σημειώσει πάλι ότι το λεγόμενο clean exit δεν είναι εφικτό για τη χώρα, ενώ προχθές τόνισε πως το σημαντικότερο για την Ελλάδα είναι η δημιουργία ενός ισχυρού πλαισίου, το οποίο θα διασφαλίζει τη διαρκή προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις: αυτή είναι η λέξη «κλειδί», αναφέρεται από σύσσωμους τους δανειστές, αποτελεί προϋπόθεση για τις εκταμιεύσεις των δόσεων σε κάθε αξιολόγηση, όρος (ενός εκ των δύο) ώστε το ΔΝΤ να συμμετάσχει στο πρόγραμμα και ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς «πονοκεφάλους» του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το μεγαλύτερο «κομμάτι» εξ’ αυτών αφορά το «μέτωπο» των ιδιωτικοποιήσεων, όπου οι εκκρεμότητες σχηματίζουν «βουνό».
Ο Κοστέλο, μάλιστα, έκανε λόγο για μεταρρυθμίσεις… έως και 10 χρόνων, ενώ εντόπισε τρωτά σημεία όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα των αποκρατικοποιήσεων. Σημειώνεται πως ο εκπρόσωπος της Κομισιόν έκανε λόγο για έσοδα 5 δισ. ευρώ το 2018 ή το αργότερο στα μέσα του 2019, όταν το ΥΠΟΙΚ εκτιμά ότι οι εισπράξεις θα «αγγίξουν» μόλις τα 2,74 δισ. ευρώ… φέτος!
«Υπάρχουν πραγματικές προκλήσεις σχετικά με το αν θα καταφέρει η Ελλάδα να διασφαλίσει βιώσιμη ανάπτυξη μακροπρόθεσμα, υπάρχουν σοβαρά προβλήματα. Η πραγματική πρόκληση δεν είναι αν η Ελλάδα βγει με επιτυχία από το πρόγραμμα, αλλά να δημιουργηθεί ένα ισχυρό πλαίσιο μετά τη λήξη του προγράμματος που θα διασφαλίζει τη διαρκή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων», επεσήμανε χαρακτηριστικά ο Κοστέλο.
«Στην περίπτωση των βαθιών και καίριων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα χρειαστούν πέντε και σε ορισμένες περιπτώσεις δέκα χρόνια σταθερής εφαρμογής για να αποδώσουν», είπε ο ίδιος.
Από την πλευρά με τα… «αποχαιρετιστήρια» από το «τιμόνι» του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, ο Παναγιώτης Λιαργκόβας ανοίγει «παράθυρο» και στη λήψη νέων μέτρων μετά τη λήξη του προγράμματος, «δείχνοντας» προς το «σαφάρι» των πλειστηριασμών, το οποίο αναμένεται να είναι σαρωτικό, αν σκεφτεί κανείς ότι από 1η του 2019 δεν θα ισχύει η «ομπρέλα» του νόμου Κατσέλη, ενώ η κυβέρνηση δεν φαίνεται – τουλάχιστον προς το παρόν – διατεθειμένη να στήσει ένα Plan B για τα νοικοκυριά που απειλούνται.
«Θα υπάρξουν επίσης σημαντικές εκκρεμότητες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στους σχεδιασμούς της «επόμενης μέρας» καθώς η οικονομική πολιτική μας θα παρακολουθείται σε κάθε περίπτωση από τους θεσμούς και τις αγορές. Η κυβέρνηση έχει επίσης δεσμευθεί να επεξεργασθεί σε συνεννόηση με τους θεσμούς και να ενστερνισθεί πλήρως μία συνολική (comprehensive) αναπτυξιακή στρατηγική. Αυτό σημαίνει μέτρα και μεταρρυθμίσεις σε περιοχές πολιτικής από τις οποίες εξαρτάται η ανάπτυξη», αναφέρεται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής.
Πάντως, από την πλευρά της η «Αριστερά» εξακολουθεί να επιδίδεται σε ένα επικοινωνιακό «κρεσέντο» για την επόμενη μέρα, κάνοντας λόγο για το μεταμνημονιακό σχέδιο.
Αυτό που επιβεβαιώνεται, παρά την αντίθετη θέση που εκφράζει ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, είναι πως στο Μέγαρο Μαξίμου δείχνουν, τουλάχιστον προς το παρόν, να μην διαθέτουν την πολιτική βούληση για την υιοθέτηση μίας «προληπτικής γραμμής στήριξης», όπως προτείνουν οι Ευρωπαίοι θεσμοί.
Δεν συμμερίζονται, όμως, ούτε τα σενάρια για «ενισχυμένη εποπτεία», «καλύπτοντας» με πολλαπλά «αφηγήματα» ότι η χώρα θα βρίσκεται σε λιτότητα έως το 2060 (!), καθώς καλείται να αποπληρώσει όλα τα δάνεια που έχει λάβει στα μνημονιακά χρόνια σε ποσοστό 75!
Χαρακτηριστική η κατηγορηματική άρνηση του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο στην υιοθέτηση μίας «προληπτικής γραμμής στήριξης», την οποία σύμφωνα με τον ίδιο η Ελλάδα δεν χρειάζεται.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η κυβέρνηση στοχεύει σε ένα εθνικό πρόγραμμα, με το οποίο θα πάει και στις εκλογές του 2019 και θα το παρουσιάσει στο λαό.
Σε χθεσινές του δηλώσεις, ο κ. Τσακαλώτος πέταξε και το «τυράκι», υποστηρίζοντας ότι το πρόγραμμα θα περιέχει οικονομικά μέτρα αλλά και κοινωνικά μέτρα, όπως κι αύξηση του κατώτατου μισθού.
«Αυτό που είναι σημαντικό είναι κάποια στιγμή να βγει η χώρα από την τεχνική βοήθεια και τώρα είναι καλή ευκαιρία, γιατί η ευρωπαϊκή οικονομία ανακάμπτει. Αν πάρουμε ένα προληπτικό πρόγραμμα, κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι δεν θα υπάρχουν εκ νέου προβλήματα για την Ευρωπαϊκή Ένωση σε δύο χρόνια, όταν θα πρέπει να βγούμε από αυτό», είπε ο ίδιος.
«Ο μόνος λόγος να μπεις σε ένα πρόγραμμα είναι για να μπορέσεις να βγεις από το πρόγραμμα αυτό, όχι για να πάρεις άλλο πρόγραμμα», σημείωσε.
Το εντυπωσιακό και συνάμα οξύμωρο «αφήγημα» του κ. Τσακαλώτου είναι πως φέτος θα ισχύσουν και τα λεγόμενα «αντίμετρα», κάνοντας λόγο για φοροελαφρύνσεις και τονίζοντας πως προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι η… μεσαία τάξη, την οποία η «Αριστερά» έχει αφανίσει λόγω συνειδητής, όπως έχει παραδεχτεί τόσο ο υπουργός Οικονομικών όσο και ο Γιώργος Χουλιαράκης, επιλογής της πολιτικής υπερφορολόγησης!
Εξάλλου, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, η Ελλάδα έχει βρεθεί σε μια «παγίδα λιτότητας», όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ, αυξάνουν το χρέος και φτωχοποιούν τον πληθυσμό.