Ελεγκτικό Συνέδριο: Δύσκολο στοίχημα η χρηματοδότηση από τις αγορές
Αυτό, την ώρα που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η έκδοση του swap ύψους 30 δις. ευρώ και ενώ το Οικονομικό επιτελείο «φτιάχνει» κλίμα για δύο και τρεις εξόδους στις αγορές μέχρι τη λήξη του ελληνικού προγράμματος το ερχόμενο καλοκαίρι.
Ειδικότερα, σε πολυσέλιδη έκθεσή του που δημοσιεύεται σε 23 ευρωπαϊκές γλώσσες, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο «κατακεραυνώνει» την ΕΕ για «απειρία» στη διαχείριση ενός τέτοιου εγχειρήματος, τονίζοντας ότι όροι των προγραμμάτων δεν είχαν ιεραρχηθεί σωστά με βάση τη σημασία τους ούτε εντάχθηκαν σε κάποια ευρύτερη στρατηγική για τη χώρα.
Επισημαίνει ακόμη ότι η συνεργασία με άλλους θεσμούς ήταν μεν αποτελεσματική αλλά άτυπη.
Όπως τονίζει ο ο Baudilio Tomé Muguruza, Μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδιος για την έκθεση, «τα προγράμματα προώθησαν μεταρρυθμίσεις και αποσόβησαν τον κίνδυνο η Ελλάδα να αθετήσει τις υποχρεώσεις της. Ωστόσο, η ικανότητα της χώρας να χρηματοδοτείται πλήρως από τις χρηματοπιστωτικές αγορές εξακολουθεί να αποτελεί δύσκολο εγχείρημα».
Τα «καρφιά» δε επεκτάθηκαν και στο «γήπεδο» της ΕΚΤ.
Όπως τονίζεται στην έκθεση, οι ελεγκτές επιχείρησαν να αξιολογήσουν τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στα προγράμματα, κατ’ εφαρμογήν της εντολής τους περί ελέγχου της αποτελεσματικότητας της διαχείρισής της. Η ΕΚΤ, ωστόσο, αμφισβήτησε την εντολή των ελεγκτών και δεν τους παρείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Ως εκ τούτου, οι ελεγκτές δεν ήταν σε θέση να αναφερθούν στον ρόλο της ΕΚΤ.
Συνεχίζοντας δε την επίθεση κατά της Κομισιόν, το Συνέδριο αναφέρεται και στα περί «καθαρής εξόδου», ρωτώντας την Επιτροπή για το πώς θα διαμορφωθεί η επόμενη μέρα μετά τη λήξη του προγράμματος, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα όλων των παρεμβάσεων που έχουν γίνει μέχρι την ολοκλήρωσή του.
Η ανακοίνωση και οι 11 συστάσεις
Τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που συμφωνήθηκαν για την Ελλάδα αφότου ενέσκηψε η χρηματοπιστωτική κρίση εξασφάλισαν βραχυπρόθεσμη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και βοήθησαν να προχωρήσουν ως έναν βαθμό οι μεταρρυθμίσεις.
Βέβαια, τα προγράμματα αυτά συνέβαλαν περιορισμένα μόνο στην ανάκαμψη της χώρας και, σύμφωνα με την κατάσταση που διαπιστώθηκε στα μέσα του 2017, δεν είχαν επιτύχει να αποκαταστήσουν την ικανότητα της χώρας να χρηματοδοτεί τις ανάγκες της από τις αγορές.
Η χρηματοδότηση που προέβλεπε το πρώτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής το 2010 ανερχόταν σε 110 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ τα επόμενα δύο, του 2012 και του 2015, προέβλεπαν τη διάθεση 172,6 δισεκατομμυρίων ευρώ και 86 δισεκατομμυρίων ευρώ αντίστοιχα.
Τα προγράμματα στόχευαν στην παγίωση οικονομικής σταθερότητας στην Ελλάδα, καλύπτοντας τις χρηματοδοτικές ανάγκες της οικονομίας, με αντάλλαγμα διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ευρείας κλίμακας, και αποτρέποντας τοιουτοτρόπως τη μετάδοση της οικονομικής κρίσης στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ.
"Τα προγράμματα προώθησαν μεταρρυθμίσεις και αποσόβησαν τον κίνδυνο η Ελλάδα να αθετήσει τις υποχρεώσεις της. Ωστόσο, η ικανότητα της χώρας να χρηματοδοτείται πλήρως από τις χρηματοπιστωτικές αγορές εξακολουθεί να αποτελεί δύσκολο εγχείρημα", δήλωσε ο Baudilio Tomé Muguruza, Μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδιος για την έκθεση.
Οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι η Επιτροπή δεν διέθετε προηγούμενη πείρα στη διαχείριση ενός τέτοιου εγχειρήματος και ότι οι όροι των προγραμμάτων δεν είχαν ιεραρχηθεί σωστά με βάση τη σημασία τους, ούτε εντάχθηκαν σε κάποια ευρύτερη στρατηγική για τη χώρα. Επιπλέον, οι μακροοικονομικές παραδοχές των προγραμμάτων δεν αιτιολογούνταν καταλλήλως.
Η συνεργασία με τους άλλους θεσμούς ήταν μεν αποτελεσματική αλλά άτυπη. Η από μέρους της Επιτροπής παρακολούθηση της συμμόρφωσης ως προς την υλοποίηση των προγραμμάτων από την Ελλάδα ήταν ικανοποιητική.
Ανάμικτη ήταν επίσης η εικόνα που σχημάτισαν οι ελεγκτές όσον αφορά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων σε τέσσερις κρίσιμους τομείς πολιτικής: τη φορολογία, τη δημόσια διοίκηση, την αγορά εργασίας και τον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Οι μεταρρυθμίσεις στη φορολογία και τη δημόσια διοίκηση είχαν ως αποτέλεσμα την εξοικονόμηση δημοσιονομικών πόρων, ωστόσο, η υλοποίηση των διαρθρωτικών πτυχών των μεταρρυθμίσεων ήταν μακράν λιγότερο ικανοποιητική.
Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος αναδιαρθρώθηκε σημαντικά, με μεγάλο όμως κόστος. Σε γενικές γραμμές, οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι οι ειδικοί στόχοι των προγραμμάτων είχαν επιτευχθεί μόνο σε περιορισμένο βαθμό. Τα προγράμματα εξασφάλισαν πράγματι αξιοσημείωτη εξυγίανση, καθώς το ισοζύγιο του προϋπολογισμού βελτιώθηκε κατά 17 % του ΑΕΠ το διάστημα 2009-2015. Ωστόσο, η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας κατά την ίδια περίοδο, σε συνδυασμό με το κόστος αναχρηματοδότησης του προηγουμένως σωρευθέντος χρέους, είχαν ως αποτέλεσμα τη συνεχή άνοδο του δείκτη χρέους/ΑΕΠ της Ελλάδας.
Κατά συνέπεια, η χώρα εξακολουθεί να μην είναι σε θέση να χρηματοδοτεί τις ανάγκες της από τις αγορές.
Στο πλαίσιο του εν προκειμένω ελέγχου, οι ελεγκτές επιχείρησαν να αξιολογήσουν τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στα προγράμματα, κατ’ εφαρμογήν της εντολής τους περί ελέγχου της αποτελεσματικότητας της διαχείρισής της. Η ΕΚΤ, ωστόσο, αμφισβήτησε την εντολή των ελεγκτών και δεν τους παρείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Ως εκ τούτου, οι ελεγκτές δεν ήταν σε θέση να αναφερθούν στον ρόλο της ΕΚΤ.
Οι ελεγκτές διατυπώνουν σειρά συστάσεων προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που σκοπό έχουν τη βελτίωση του σχεδιασμού και της υλοποίησης των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Οι συστάσεις αυτές έτυχαν πλήρους αποδοχής.
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο απευθύνει στην έκθεσή του 11 συστάσεις προς την Κομισιόν, τις οποίες όπως αναφέρει, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αποδεχθεί.
Ειδικότερα:
α) Να βελτιώσει τις διαδικασίες που εφαρμόζει για τον σχεδιασμό προγραμμάτων στήριξης, ιδίως περιγράφοντας την εμβέλεια κάθε αναλυτικής εργασίας αναγκαίας για την αιτιολόγηση του περιεχομένου των όρων.
β) Να ιεραρχεί καλύτερα τους όρους και να προσδιορίζει τα μέτρα που απαιτούνται επειγόντως για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών και είναι καθοριστικά για την επίτευξη των στόχων των προγραμμάτων.
γ) Κατά περίπτωση και προκειμένου να αποκαθιστά τις υποκείμενες οικονομικές ανισορροπίες, να διασφαλίζει ότι τα προγράμματα εντάσσονται σε συνολική στρατηγική ανάπτυξης για την εκάστοτε χώρα.
δ) Να καθιερώνει σαφείς διαδικασίες και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να καθορίζει βασικούς δείκτες επιδόσεων, ώστε να διασφαλίζεται η συστηματική και ορθώς τεκμηριωμένη παρακολούθηση των προγραμμάτων.
ε) Να αντιμετωπίζει εξαρχής και κατά τρόπο διεξοδικότερο τα κενά δεδομένων.
στ) Να επιδιώκει την επίτευξη συμφωνίας με τους εταίρους ενός προγράμματος, ώστε οι αντίστοιχοι ρόλοι και οι μέθοδοι συνεργασίας να καθορίζονται με σαφήνεια και διαφάνεια.
ζ) Να τεκμηριώνει καλύτερα τις παραδοχές και τις τροποποιήσεις των οικονομικών υπολογισμών επί των οποίων στηρίζεται ο σχεδιασμός ενός προγράμματος.
η) Να αξιολογεί συστηματικότερα τη διοικητική ικανότητα του κράτους μέλους ως προς την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και την ανάγκη του για τεχνική βοήθεια. Οι όροι που τίθενται πρέπει να εναρμονίζονται με τα αποτελέσματα της ανάλυσης αυτής.
θ) Να βελτιώσει το αναλυτικό έργο της όσον αφορά τον σχεδιασμό ενός προγράμματος. Συγκεκριμένα, οφείλει να εξετάζει την καταλληλότητα και τον χρονισμό των μέτρων, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν στο εκάστοτε κράτος μέλος.
ι) Να προβαίνει σε ενδιάμεσες αξιολογήσεις διαδοχικών προγραμμάτων, των οποίων η συνολική διάρκεια υπερβαίνει τα τρία έτη, και να αξιοποιεί τα σχετικά αποτελέσματα για την αξιολόγηση των ρυθμίσεων που εφαρμόζονται για τον σχεδιασμό και την παρακολούθησή τους.
ια) Να αναλύει ποιο είναι το καταλληλότερο πλαίσιο για την παροχή υποστήριξης και την άσκηση εποπτείας μετά τη λήξη των προγραμμάτων.