«Προβλέποντας» την μετά μνημόνιο εποχή
Αν η τρίτη αξιολόγηση ολοκληρωθεί ταχύτατα χωρίς τριγμούς εσωτερικούς και εξωτερικούς, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η Ελλάδα θα καταλήξει τον Αύγουστο του 2018 στην υποκατάσταση του σημερινού Μνημονίου από ένα συγκριτικά ηπιότερο συνοδευόμενο από μια προληπτική γραμμή πίστωσης.
Το σενάριο του clean exit είναι αμφίβολο εάν το πιστεύει κανείς πραγματικά ακόμα και στους κόλπους της κυβέρνησης. Σίγουρα δεν το συμμερίζονται οι δανειστές.
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος μετά το τελευταίο Eurogroup είχε δηλώσει: «Η ελληνική κυβέρνηση και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα δεν σκέφτονται γραμμή προληπτικής πίστωσης. Η απόφαση του Eurogroup του Ιουνίου λέει ξεκάθαρα ότι πρέπει να συγκεντρωθούν χρήματα για ένα buffer (μαξιλάρι προστασίας), ώστε οι Ελληνες να έχουν μία καθαρή έξοδο. Προφανώς θα υπάρξουν τρία θέματα συζήτησης μετά την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης: Το πρώτο θα αφορά τη φύση της εξόδου, ένα άλλο τι πρέπει να γίνει για το χρέος, ενώ το τρίτο θα είναι για τα εναπομείναντα θέματα που σχετίζονται με το πρόγραμμα».
Η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης το αργότερο έως τον Ιανουάριο αποτελεί μεγάλο στοίχημα, αν πραγματικά θέλει η κυβέρνηση να βάλει στις αρχές του νέου έτους - όταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα επανεξετάσει τη στάση του έναντι του ελληνικού προγράμματος - στο τραπέζι το θέμα του χρέους και την επόμενη μέρα μετά το τρίτο πρόγραμμα. Στο στόρι αυτό, νέοι επώδυνοι συμβιβασμοί δεν θα πρέπει να αποκλείονται.
Αυτό που κυριαρχεί είναι η επιθυμία της κυβέρνησης να επιτύχει μια «καθαρή έξοδο» τον ερχόμενο Αύγουστο, έχοντας εξασφαλίσει ένα χρηματοδοτικό «μαξιλάρι» ύψους 12 δισ. ευρώ. Η εναλλακτική όμως λύση είναι να βγει η χώρα από το πρόγραμμα έχοντας εξασφαλίσει μια προληπτική γραμμή στήριξης ώστε να υπάρχουν και ευεργετικές επιπτώσεις στο κόστος δανεισμού από τις αγορές.
Βέβαιο θεωρείται ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να κάνει μια «καθαρή» έξοδο από το μνημόνιο, χρηματοδοτούμενη αποκλειστικά από τις αγορές, αλλά θα χρειασθεί ένα προληπτικό μηχανισμό χρηματοδότησης, που θα την προστατεύει από τον κίνδυνο να αντλεί δανεισμό με υπερβολικά υψηλά επιτόκια, ή και να αποκλεισθεί εντελώς από την αγορά ομολόγων, στη χειρότερη περίπτωση.
Ο σχεδιασμός που έχει ήδη γίνει από τον ESM προβλέπει ότι τα κεφάλαια του τρίτου μνημονίου που δεν θα απορροφηθούν από την Ελλάδα ως τη λήξη του προγράμματος και υπολογίζεται ότι μπορεί να φθάσουν τα 30 δισ. ευρώ, θα αξιοποιηθούν για αυτή την προληπτική χρηματοδοτική γραμμή, χωρίς να χρειασθεί να εγκριθεί από τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης ένα νέο δάνειο.
Το ερώτημα που τίθεται και συνδέεται άμεσα με τις διαπραγματεύσεις για το χρέος είναι ποιο από τα δύο εργαλεία προληπτικής χρηματοδότησης που προβλέπει το καταστατικό του ESM θα χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση της Ελλάδας:
1. Η κυβέρνηση (όπως και η κυβέρνηση Σαμαρά, το 2014) είναι σαφές ότι προτιμά το χρηματοδοτικό εργαλείο PCCL: Precautionary Conditioned Credit Line. Αυτή η προληπτική χρηματοδοτική γραμμή προσφέρεται από τον ESM, βάσει του καταστατικού, σε χώρες που έχουν πρόσβαση στις αγορές, το χρέος τους έχει κριθεί ως βιώσιμο και έχουν ολοκληρώσει την εφαρμογή προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής. Η PCCL μπορεί να αξιοποιείται για 12 μήνες για συμπληρωματικό δανεισμό, εάν αυτό κρίνεται σκόπιμο, λόγω των συνθηκών στις αγορές και δεν προβλέπεται επιβολή πρόσθετων όρων ή εφαρμογή νέων μέτρων υπό επιτήρηση.
2. Το δεύτερο χρηματοδοτικό εργαλείο είχε προσφερθεί και στην κυβέρνηση Σαμαρά το 2014 και ο Β. Σόιμπλε σχεδιάζει να το προσφέρει και στην κυβέρνηση Τσίπρα. Πρόκειται για το ECCL (Enhanced Conditions Credit Line), που, όπως φαίνεται και από την ονομασία του, προβλέπει ενισχυμένους όρους για την παροχή χρηματοδοτικής υποστήριξης. Ειδικότερα, αν η κυβέρνηση υποχρεωθεί να το χρησιμοποιήσει, θα πρέπει να συνομολογήσει ένα νέο μνημόνιο με τους Θεσμούς των δανειστών, 12μηνης διάρκειας, το οποίο θα εφαρμοσθεί με «κλασικές» διαδικασίες επιτήρησης από την τρόικα. Ένας λόγος που ο Α. Σαμαράς είχε προτιμήσει να μην κλείσει την τελευταία αξιολόγηση του δεύτερου προγράμματος ήταν ακριβώς αυτός: θα ήταν υποχρεωμένος να διαπραγματευθεί ένα νέο πρόγραμμα. Υπενθυμίζεται ότι στις 10 Νοεμβρίου, παρά την προσπάθεια της τότε κυβέρνησης να ενταχθεί στο PCCL (αυτός ήταν και ο λόγος που είχε σπεύσει να προχωρήσει σε εκδόσεις ομολόγων την άνοιξη του 2014), το Eurogroup είχε αποφασίσει ότι το κατάλληλο χρηματοδοτικό εργαλείο για την Ελλάδα ήταν το ECCL.
Η ελληνική πλευρά δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι επιμένει σε μια λύση που θα οδηγεί τη χώρα στις αγορές και θα λύνει το πρόβλημα της βιωσιμότητας του χρέους: μόνο με αυτή τη λύση θα γίνει δυνατή η έξοδος από το μνημόνιο το 2018 με μια χρηματοδοτική «ασπίδα» από τον ESM χωρίς σκληρούς όρους.