Μόλις στο 2% του ΑΕΠ οι επενδύσεις σε κατοικίες στην Ελλάδα

Μόλις στο 2% του ΑΕΠ οι επενδύσεις σε κατοικίες στην Ελλάδα

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ UPD 14:57 Δημιουργία 20/06/23, 18:45
Αρθρογράφος: Newsroom
NEWSROOM

Οι επενδύσεις σε κατοικίες στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ωστόσο παραμένουν αισθητά μικρότερες αυτών που γίνονταν στη χώρα πριν από τη μεγάλη οικονομική κρίση και είναι πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.

Ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για την οικιστική πολιτική, οι επενδύσεις στα ακίνητα κινούνταν σε πολύ υψηλά επίπεδα μετά το 2000 και κορυφώθηκαν στο 10% το 2007, για να κατρακυλήσουν στη συνέχεια, μετά την είσοδο της χώρας στα μνημόνια στο 1,5% το 2014. Παρά την αύξηση των τελευταίων ετών, το ποσοστό των επενδύσεων δεν ξεπέρασε πέρυσι το 2% έναντι περίπου 4% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Επιπλέον, το ποσοστό των οικοδομικών αδειών στο συνολικό απόθεμα κατοικιών ήταν το 2021 από τα χαμηλότερα στον ΟΟΣΑ.

Οι επενδύσεις στις κατοικίες είναι από τους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές τους καθώς διαμορφώνουν το απόθεμα των κατοικιών που είναι διαθέσιμο απέναντι στη ζήτηση που αυξάνεται διαχρονικά.

Τα στεγαστικά δάνεια

Ο τραπεζικός δανεισμός για τη χρηματοδότηση της αγοράς κατοικίας είναι ένας άλλος βασικός παράγοντας καθώς οι δαπάνες στέγασης αποτελούν τη μεγαλύτερη δαπάνη των νοικοκυριών. Το ανεξόφλητο υπόλοιπο των στεγαστικών δανείων ως ποσοστό στο ΑΕΠ της Ελλάδας είναι σχετικά περιορισμένο, περίπου στο 50% το 2019 έναντι 51,7% στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.

Τα ελληνικά νοικοκυριά διαθέτουν το 21% των συνολικών δαπανών τους για έξοδα σχετικά με τη στέγαση και το 50,6% της συνολικής περιουσίας τους έχει επενδυθεί σε ακίνητα. Πρέπει να σημειωθεί ότι το 21,8% των νοικοκυριών μένουν στο νοίκι.

Μείωση των τιμών σε πραγματικούς όρους

Οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα, μετά την αύξησή τους κατά την περίοδο 1995-2007, σε αντιστοιχία με την αύξηση που σημειώθηκε στις χώρες του ΟΟΣΑ, μειώθηκαν απότομα έως το 2018 – ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ η πτώση των τιμών σταμάτησε το 2009 – και άρχισαν από το έτος αυτό να αυξάνονται ξανά. Ωστόσο, σε πραγματικούς όρους (μετά δηλαδή την αφαίρεση του πληθωρισμού) έχουν μειωθεί 18% σε σχέση με το 2010, ενώ κινούνταν περίπου στα επίπεδα του 2001.

Εισόδημα 12 ετών για μία κατοικία 100 τ.μ.

Ωστόσο, λόγω της μείωσης των εισοδημάτων με τα μνημόνια, οι τιμές των κατοικιών δεν είναι ιδιαίτερα προσιτές καθώς ένα μέσο νοικοκυριό χρειάζεται το διαθέσιμο εισόδημα 12 ετών για να αγοράσει μία κατοικία 100 τ.μ., υψηλότερο από ό,τι στον ΟΟΣΑ.

Το κόστος στέγασης, αν ληφθεί υπόψη μόνο το ύψος των πραγματικών και τεκμαρτών ενοικίων, ως ποσοστό των συνολικών δαπανών των νοικοκυριών είναι χαμηλότερο στην Ελλάδα από τον ΟΟΣΑ (14,8% έναντι 18,1%).

Από την άλλη πλευρά, όμως, το ποσοστό επιβάρυνσης για όσους έχουν χαμηλά εισοδήματα ήταν πολύ υψηλότερο, με περισσότερο από έναν στους τρεις (34,9%) να δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για νοίκι, ποσοστό αντίστοιχο με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.

Επιπλέον, η Ελλάδα έχει υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών που έχουν στριμωχτεί σε μικρότερα ακίνητα από αυτά που χρειάζονται για τον αριθμό των ατόμων τους (το 18.2% το 2020 έναντι 10,8% στον ΟΟΣΑ).

Παρά την αύξηση των τελευταίων ετών, το ποσοστό των επενδύσεων δεν ξεπέρασε πέρυσι το 2% έναντι περίπου 4% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Αν σου άρεσε κάνε