Ανήσυχη η ΕΚΤ για τη σταθερότητα των τραπεζών της Ευρωζώνης
Εύθραυστες παραμένουν οι προοπτικές για τη σταθερότητα των τραπεζών στην Ευρωζώνη μετά τις πρόσφατες πιέσεις στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ, σύμφωνα με σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Αν και οι οικονομικές συνθήκες έχουν δείξει σημάδια ελαφριάς βελτίωσης, οι αβέβαιες προοπτικές για την ανάπτυξη σε συνδυασμό με τον επίμονο πληθωρισμό και τις πιο σφιχτές χρηματοδοτικές συνθήκες συνεχίζουν να επηρεάζουν αρνητικά τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών και των κυβερνήσεων, σημειώνει η ΕΚΤ. Επιπλέον, μία απρόσμενη επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών ή χρηματοπιστωτική σύσφιξη θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε άτακτες προσαρμογές των τιμών στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή/και τις αγορές ακινήτων.
«Η σταθερότητα των τιμών είναι πολύ σημαντική για μία διαρκή χρηματοπιστωτική σταθερότητα», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος, για να προσθέσει στη συνέχεια πως «καθώς όμως συσφίγγουμε τη νομισματική πολιτική για να μειώσουμε τον υψηλό πληθωρισμό, μπορεί να αναδειχθούν αδυναμίες στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Εχει μεγάλη σημασία να παρακολουθούμε αυτές τις αδυναμίες και να υλοποιήσουμε πλήρως την τραπεζική ένωση για να τις έχουμε υπό έλεγχο».
Οι προκλήσεις για επιχειρήσεις και νοικοκυριά
Η έκθεση σημειώνει ότι οι επιχειρήσεις της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν πιο σφιχτές χρηματοδοτικές συνθήκες και αβέβαιες προοπτικές, κάτι που μπορεί να αποτελεί πρόβλημα ιδιαίτερα για τις εταιρείες που εξήλθαν από τη πανδημία με μεγαλύτερα χρέη και χαμηλότερη κερδοφορία.
Ταυτόχρονα, σημειώνει, ο υψηλός πληθωρισμός πλήττει τα νοικοκυριά, ιδιαίτερα αυτά με χαμηλά εισοδήματα, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη και υπονομεύοντας τη δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων τους.
Η ζήτηση για νέα δάνεια, ιδιαίτερα για τα στεγαστικά, μειώθηκε απότομα στο πρώτο τρίμηνο του 2023 λόγω των αυξημένων επιτοκίων, ενώ οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν αυξημένο κόστος χρηματοδότησης παρά το γεγονός ότι η μείωση των τιμών ενέργειας τους τελευταίους μήνες περιόρισε τις πιέσεις που είχαν για πρόσθετα μέτρα στήριξης.
Οι αγορές ακινήτων
Για τις αγορές ακινήτων της Ευρωζώνης, η ΕΚΤ αναφέρει ότι υφίστανται διόρθωση. Στον στεγαστικό τομέα, οι τιμές των κατοικιών έχουν επιβραδυνθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες, μειώνοντας τις υπερβολικές αποτιμήσεις. Αν και οι προσαρμογές των τιμών, προσθέτει, ήταν συντεταγμένες έως τώρα, θα μπορούσαν να γίνουν άτακτες στην περίπτωση που τα υψηλότερα επιτόκια στεγαστικών δανείων περιορίζουν όλο και περισσότερο τη ζήτηση.
Οι αγορές των εμπορικών ακινήτων παραμένουν σε πτωτική τροχιά, αντιμετωπίζοντας αυστηρότερες χρηματοδοτικές συνθήκες και την αβεβαιότητα των οικονομικών προοπτικών καθώς και μειωμένη ζήτηση μετά την πανδημία. «Η συνεχιζόμενη διόρθωση θα μπορούσε να δοκιμάσει την ανθεκτικότητα των επενδυτικών ταμείων του τομέα εμπορικών ακινήτων», σημειώνει.
Τα επενδυτικά ταμεία
Για τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τα επενδυτικά ταμεία σημειώνεται ότι παραμένουν ευάλωτα σε προσαρμογές στις τιμές των assets. Οι τεντωμένες αποτιμήσεις, οι πιο σφιχτές χρηματοπιστωτικές συνθήκες και η μικρότερη ρευστότητα στην αγορά μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο η όποια προσαρμογή να γίνει άτακτη, ιδιαίτερα εν όψει των νέων φόβων για ύφεση.
Εως τώρα, προσθέτει η έκθεση, τα επενδυτικά ταμεία έμειναν σε μεγάλο βαθμό άθικτα από τις πρόσφατες αναταραχές στους τραπεζικούς κλάδους των ΗΠΑ και της Ελβετίας, κάτι όμως που θα μπορούσε να αλλάξει αν τα ταμεία ξαφνικά χρειαστούν ρευστότητα, οπότε θα έπρεπε να πουλήσουν assets γρήγορα.
Οι αντοχές των τραπεζών
Για τις τράπεζες της Ευρωζώνης, η έκθεση τονίζει ότι έχουν αποδειχθεί επίσης ανθεκτικές στις πιέσεις στις αμερικανικές και τις ελβετικές τράπεζες λόγω της περιορισμένης έκθεσής τους. Αυτή η ανθεκτικότητα στηρίχθηκε από τις ισχυρές θέσεις όσον αφορά τα κεφάλαια και τη ρευστότητά τους μετά τις προσπάθειες των ρυθμιστικών και εποπτικών Αρχών τα τελευταία χρόνια.
Προσθέτει, ωστόσο, «ότι είναι ανάγκη να διατηρηθεί αυτή η ανθεκτικότητα, εν μέσω ορισμένων ανησυχιών για την ικανότητα των τραπεζών να δημιουργήσουν κεφάλαια». Για παράδειγμα, τα υψηλότερα επιτόκια μειώνουν τον όγκο των δανείων και αυξάνουν το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, κάτι που μπορεί να πλήξει την κερδοφορία τους.
Επιπλέον, σημειώνει, υπάρχουν ήδη ενδείξεις επιδείνωσης της ποιότητας ενεργητικού στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών που έχουν έκθεση σε εμπορικά ακίνητα, μικρότερες επιχειρήσεις και καταναλωτικά δάνεια. «Για τον λόγο αυτό, οι τράπεζες πρέπει να σχηματίσουν περισσότερες προβλέψεις για να καλύψουν ζημιές και να διαχειριστούν τους πιστωτικούς κινδύνους τους».
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ επαναλαμβάνει ότι είναι ανάγκη να ολοκληρωθεί η τραπεζική ένωση και ιδιαίτερα να δημιουργηθεί ένα κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο ασφάλισης των καταθέσεων.
Επιπλέον, οι αδυναμίες στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα απαιτούν μία συνολική αποφασιστική πολιτική αντίδραση προκειμένου να αυξηθεί περαιτέρω η εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και η ικανότητά του να αντέχει στις κρίσεις.