Commerzbank: Εξασθενεί ο ούριος άνεμος για τις ευρωπαϊκές τράπεζες
Προς το τέλος της φαίνεται ότι κινείται περίοδος των «παχιών αγελάδων» για τις τράπεζες της Ευρώπη, καθώς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν αρχίσει να πληρώνουν ολοένα και περισσότερα χρήματα για τα επιτόκια καταθέσεων και ταυτόχρονα η πορεία σύσφιγξης πλησιάζει προς την κορύφωσή της.
Οι μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης, χαρακτηριστικά, σημείωσαν πτώση στα καθαρά έσοδα από τόκους στο πρώτο τρίμηνο του 2023, διακόπτοντας το σερί των τεσσάρων διαδοχικών αυξήσεων, το οποίο έδωσε ισχυρή ώθηση στην κερδοφορία τους κατά τη διάρκεια του 2022.
Αρκετοί τραπεζίτες έσπευσαν να «δείξουν» ως υπεύθυνη την αύξηση του ανταγωνισμού και την απόφαση αρκετών πελατών να μεταφέρουν τα χρήματά τους σε υψηλότερης απόδοσης καταθετικούς λογαριασμούς, τους λεγόμενους προθεσμιακούς.
«Τα έσοδα από τόκους ίσως έφθασαν το "ταβάνι" τους» σχολιάζει στο Bloomberg η Μπετίνα Όρλοπ, επικεφαλής οικονομική διευθύντρια στην Commerzbank.
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο ισχυρός ούριος άνεμος σιγά – σιγά εξασθενεί. Οι διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων όχι μόνο έφεραν τεράστια κέρδη στις τράπεζες, αλλά και τις «ανάγκασαν» να ανεβάσουν το κόστος δανείων, την ώρα που τα επιτόκια καταθέσεων αυξάνονταν με σαφώς μικρότερο ρυθμό.
Τώρα όμως, οι καταθέτες μεταφέρουν ολοένα και περισσότερα χρήματα στους προθεσμιακούς λογαριασμούς, οι οποίοι έχουν υψηλότερα επιτόκια. Πρόκειται για μια τάση που ξεκίνησε να επιταχύνεται από τον περασμένο Ιούλιο, όταν η ΕΚΤ κήρυξε την έναρξη της πορείας σύσφιγξης.
Την ίδια στιγμή, η αύξηση των διατραπεζικού ανταγωνισμού αναγκάζει τις διοικήσεις να προσφέρουν καλύτερους όρους. Κι αυτό, εύλογα, περιορίζει τα περιθώρια κέρδους.
Η Commerzbank, ενδεικτικά, εκτιμάται ότι θα αναγκαστεί να μοιραστεί με τους πελάτες της το ένα τρίτο απ’ ό,τι κερδίζει από τις καταθέσεις έως τα τέλη του έτους, έναντι μόλις 15% στο α’ τρίμηνο. Για την UniCredit, το αντίστοιχο ποσοστό υπολογίζεται στο 40% από 10% προηγουμένως.
Και μην ξεχνάμε ότι η ολοκλήρωση του κύκλου σύσφιγξης της ΕΚΤ -αναμένεται εντός του 2023- θα διαδραματίσει καίριο ρόλο, καθώς θα επιτρέψει τη συρρίκνωση της διαφοράς μεταξύ των επιτοκίων δανεισμού και των επιτοκίων καταθέσεων.