Στουρνάρας: «Οι πέντε κίνδυνοι για την ενίσχυσή του πληθωρισμού το 2023»
Στον κίνδυνο του πληθωρισμού και τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ αναφέρεται με διεξοδική του ανάλυση ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρα.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει ο κ. Γιάννης Στουρνάρας σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Παραπολιτικά» «από τον Ιούλιο του 2022 και έπειτα το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ προέβη σε διαδοχικές αυξήσεις των βασικών επιτοκίων, ώστε η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος να μεταστραφεί από εξαιρετικά διευκολυντική στην κατεύθυνση που απαιτείται προκειμένου ο ρυθμός πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ να επανέλθει γρήγορα στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έχει τονίσει ότι τα επιτόκια θα πρέπει ακόμη να αυξηθούν σημαντικά με σταθερό ρυθμό προκειμένου να διαμορφωθούν σε επίπεδα που είναι επαρκώς περιοριστικά για να διασφαλιστεί η έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
Η διατήρηση των επιτοκίων σε περιοριστικά επίπεδα θα μειώσει με την πάροδο του χρόνου τον πληθωρισμό περιορίζοντας τη ζήτηση και θα αποτρέψει επίσης τον κίνδυνο επίμονης μετατόπισης προς τα πάνω των προσδοκιών για τον πληθωρισμό.
Ειδικότερα, στη συνεδρίαση του Ιουλίου 2022 το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αύξησε τα βασικά επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης. Η αύξηση ήταν μεγαλύτερη από ό,τι είχε προαναγγελθεί τον προηγούμενο μήνα, δεδομένης της αναθεώρησης επί τα χείρω των προοπτικών για τον πληθωρισμό. Επίσης, ανακοινώθηκε ότι στο εξής η πιθανή πορεία των βασικών επιτοκίων δεν θα προδιαγράφεται με την παροχή συναφών καθοδηγητικών ενδείξεων από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ.
Οι σχετικές αποφάσεις θα λαμβάνονται με βάση τις πληροφορίες και τα οικονομικά στοιχεία που θα συγκεντρώνονται με ορίζοντα την επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου, οπότε θα επαναξιολογείται η κατάσταση της οικονομίας της ευρωζώνης και ειδικότερα οι προοπτικές του πληθωρισμού. Στις συνεδριάσεις του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε νέες αυξήσεις των βασικών επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης κάθε φορά, ενώ στην πλέον πρόσφατη συνεδρίαση, αυτή του Δεκεμβρίου, αύξησε τα βασικά επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ σημείωσε ότι οι προοπτικές του πληθωρισμού υπόκεινται σε ανοδικούς κινδύνους.
Οι κίνδυνοι αυτοί θα υλοποιηθούν βραχυπρόθεσμα εάν υπάρξει περαιτέρω περιορισμός της προσφοράς ενέργειας και αύξηση των λιανικών τιμών της. Μεσοπρόθεσμα οι κίνδυνοι όσον αφορά τις προοπτικές του πληθωρισμού είναι συνυφασμένοι με τα ενδεχόμενα
(α) συρρίκνωσης του παραγωγικού δυναμικού στη ζώνη του ευρώ,
(β) αύξησης του προσδοκώμενου πληθωρισμού πάνω από το στόχο του Ευρωσυστήματος,
(γ) μισθολογικών αυξήσεων πέραν των αναμενόμενων,
(δ) περαιτέρω ανόδου των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων,
(ε) ενίσχυσης του βαθμού στον οποίο οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων μετακυλίονται στους τελικούς καταναλωτές.
Από την άλλη πλευρά, εάν η συνολική ζήτηση και το κόστος της ενέργειας υποχωρήσουν, οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές θα αμβλυνθούν μεσοπρόθεσμα.
Τον Ιούλιο του 2022 το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ανακοίνωσε την εγκαθίδρυση του Μέσου Προστασίας της Μετάδοσης (Τransmission Protection Instrument ‒ ΤΡΙ) για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του μηχανισμού μετάδοσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής, έτσι ώστε οι μεταβολές της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής να μεταδίδονται ομοιόμορφα σε όλες τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ.
Το μέσο αυτό θα ενεργοποιείται και το Ευρωσύστημα θα αγοράζει στη δευτερογενή αγορά τίτλους του δημόσιου τομέα (με εναπομένουσα διάρκεια από ένα έως δέκα έτη) κρατών-μελών που αντιμετωπίζουν άτακτες διακυμάνσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, που δεν είναι συμβατές με τα οικονομικά μεγέθη τους.
Οι αγορές τίτλων θα συνεχίζονται μέχρι να διαπιστωθεί διαρκής βελτίωση στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής, ενώ θα διακόπτονται εάν εξακριβωθεί ότι οι εντάσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές συνδέονται με τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη του κράτους-μέλους του οποίου οι τίτλοι αγοράζονται από το Ευρωσύστημα. Το ΤΡΙ δεν θα πρέπει να επηρεάζει την κατεύθυνση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Προς τούτο, οι σχετικές αγορές τίτλων θα διεξάγονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην προκύπτει μόνιμη επίπτωση στο συνολικό μέγεθος του ισολογισμού του Ευρωσυστήματος.
Στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου 2022 το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ κατέστησε τους όρους αναχρηματοδότησης μέσω των πράξεων TLTRO-III συνεπείς με την υπό εξέλιξη ομαλοποίηση της κατεύθυνσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής με γνώμονα τη σταθερότητα των τιμών. Έτσι διασφαλίζεται η ομαλή μετάδοση της πολιτικής επιτοκίων στις συνθήκες χρηματοδότησης της οικονομίας γενικότερα.
Πιο συγκεκριμένα, επιδιώκεται να προσφερθούν κίνητρα στις τράπεζες ώστε να μειώσουν την υπερβάλλουσα ρευστότητα και, ως αποτέλεσμα, να ενισχυθεί η μετακύλιση των αυξήσεων των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ στους όρους τραπεζικών χορηγήσεων στη ζώνη του ευρώ, με στόχο την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα.
Τον Δεκέμβριο του 2022 το Διοικητικό Συμβούλιο ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος APP κατά τη λήξη τους μέχρι το τέλος του Φεβρουαρίου 2023. Στη συνέχεια, το χαρτοφυλάκιο του προγράμματος APP θα μειωθεί με προσεκτικό και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν θα επανεπενδύει όλα τα ποσά από την εξόφληση τίτλων κατά τη λήξη τους.
Η μείωση θα διαμορφωθεί σε 15 δισ. ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο μέχρι το τέλος του β΄ τριμήνου του 2023 και στη συνέχεια ο ρυθμός της θα καθορίζεται με την πάροδο του χρόνου.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα PEPP, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στις επανεπενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου PEPP καθώς φθάνουν στη λήξη τους, με σκοπό αυτό το εργαλείο να αποτελεί την πρώτη «γραμμή άμυνας», ώστε να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.»