Γρήγορη και δυναμική αύξηση των επιτοκίων ζητεί από τις τράπεζες η BIS
Να προχωρήσουν αποφασιστικά σε ισχυρές αυξήσεις επιτοκίων, παρά την αυξανόμενη απειλή μιας ύφεσης, κάλεσε τις μεγάλες οικονομίες η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS).
Στην τριμηνιαία έκθεσή της, η BIS αναγνωρίζει ότι αυξάνονται οι κίνδυνοι τόσο για την ύφεση όσο και για το χρέος, αλλά τονίζει ότι η μεγαλύτερη προτεραιότητα παραμένει η μείωση του παγκόσμιου πληθωρισμού.
«Είναι σημαντικό να ληφθούν μέτρα έγκαιρα και δυναμικά. Η γρήγορη αύξηση των επιτοκίων τείνει να μειώνει την πιθανότητα μίας απότομης προσγείωσης», δήλωσε ο επικεφαλής της διεύθυνσης νομισματικών και οικονομικών υποθέσεων της BIS, Κλαούντιο Μπόριο.
Την Τετάρτη αναμένεται μία ακόμη αύξηση – τζάμπο των επιτοκίων της Fed, η οποία έχει ήδη προκαλέσει με τις φετινές κινήσεις της εκτεταμένη αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Ερωτηθείς αν υπάρχει κάποιο σημείο, πέρα από το οποίο οι αυξήσεις μπορεί να είναι υπερβολικές, ο Μπόριο είπε ότι αυτή είναι «η ερώτηση του 1, των 3 ή όποιου άλλου αριθμού εκατομμυρίων δολαρίων».
Αυτό που περιπλέκει ιδιαίτερα τα πράγματα, είπε, είναι πως πρόκειται για την πρώτη φορά, τουλάχιστον από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που οι αρμόδιοι για την άσκηση πολιτικής προσπαθούν να αντιμετωπίσουν μία πληθωριστική έκρηξη σε μία περίοδο που ξεσπούν ήδη κρίσεις χρέους και υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες για τις πολύ υψηλές τιμές στις αγορές ακινήτων.
Επιπλέον, οι προβλέψεις για την ανάπτυξη συνέχισαν να αναθεωρούνται πτωτικά, ενώ οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό συνέχισαν να αυξάνονται.
Η γρήγορη αύξηση του πληθωρισμού, των επιτοκίων και των τιμών ενέργειας προκάλεσε ένα από τα ιστορικά μεγαλύτερα sell-off στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Σφυροκόπημα για ευρώ και γεν
Οι παγκόσμιοι δείκτες μετοχών έχουν υποχωρήσει 16% από τον Ιανουάριο, ενώ το γεν, το ευρώ και τα νομίσματα των περισσότερων αναδυόμενων οικονομιών έχουν δεχθεί σφυροκόπημα.
Οι αποδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου έχουν αυξηθεί στο υψηλότερο επίπεδο από το 2011.
Η έκθεση της BIS προειδοποιεί για την πιθανότητα περαιτέρω προβλημάτων στο μέλλον. Προειδοποιεί ότι η αντικατάσταση του ρωσικού πετρελαίου θα είναι δύσκολη λόγω της περιορισμένη διαθέσιμης παραγωγικής δυναμικότητας άλλων μεγάλων παραγωγών και των χαμηλών επενδύσεων σε νέα σχέδια.