Προς αναθεώρηση του στόχου για το πρωτογενές έλλειμμα το 2022 κινείται το ΥΠΟΙΚ
Επιδιώκοντας να στείλει ένα μήνυμα στις αγορές για σφιχτή δημοσιονομική διαχείριση που θα συμβάλλει στην προσπάθεια για την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας, το οικονομικό επιτελείο προσανατολίζεται στην αναθεώρηση του στόχου για το πρωτογενές έλλειμμα για το 2022, από το 1,4% του ΑΕΠ στο 1% του ΑΕΠ. Η συγκεκριμένη αλλαγή, μαζί με την αναθεώρηση (επί τα χείρω στη συγκεκριμένη περίπτωση) της πρόβλεψης για τον πληθωρισμό εφέτος, θα αποτυπωθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που θα καταθέσει η κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα τέλη Απριλίου.
Πέρυσι, το πρωτογενές έλλειμμα θα κλείσει άνω του 6% του ΑΕΠ, μικρότερο ωστόσο από το 7,3% του ΑΕΠ που προβλέπει ο προϋπολογισμός. Στο οικονομικό επιτελείο εκτιμούν ότι εκκινώντας από χαμηλότερη βάση είναι ευκολότερο να επιτευχθεί και ο στόχος για ακόμα μικρότερο πρωτογενές έλλειμμα στο τέλος του 2022. Επιπλέον, ο δείκτης δημοσίου χρέους/ΑΕΠ θα μειώνεται με σταθερό ρυθμό λόγω των χαμηλότερων ελλειμμάτων, κάτι που, σύμφωνα με τους αναλυτές, αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα για μια θετική αξιολόγηση.
Στην κυβέρνηση δηλώνουν ότι έχουν λάβει το μήνυμα από τις αγορές και για αυτό, άλλωστε, το τελευταίο διάστημα αποτυπώνεται μια στροφή στις δημόσιες τοποθετήσεις κυβερνητικών στελεχών για τα δημοσιονομικά περιθώρια και τις ενδεχόμενες νέες παροχές. Έτσι, πέρασαν στο περιθώριο μέτρα που θα μπορούσαν να επιδεινώσουν το δημοσιονομικό σκηνικό. Ωστόσο, ουδείς αμφιβάλλει ότι θα πρόκειται για μια βαριά δημοσιονομική προσαρμογή, προκειμένου τα πρωτογενή ελλείμματα να περιοριστούν δραστικά το 2022 και να μετατραπούν σε πλεονάσματα από το 2023, έτος κατά το οποίο αναμένεται να επανέλθουν οι δημοσιονομικοί κανόνες στην ευρωζώνη μετά το «διάλειμμα» λόγω της πανδημίας.
Η επενδυτική βαθμίδα, την οποία η χώρα απώλεσε το 2010, αποτελεί ορόσημο για την οικονομία και θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από μια συνεπή πολιτική στρατηγική που θα αντιμετωπίζει τις εναπομένουσες ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας, επισημαίνουν τα κυβερνητικά στελέχη. Θυμίζουν ότι η Ελλάδα εισήλθε στο 2022 με ένα από τα μεγαλύτερα ελλείμματα στην ευρωζώνη, οπότε έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι θα επιχειρήσει μέσα από έναν ανηφορικό δρόμο να το περιορίσει περαιτέρω έως το τέλος του έτους, στέλνοντας ισχυρό σήμα στις αγορές.
Η επενδυτική βαθμίδα αρκεί να έρθει από έναν από τους τέσσερις οίκους, Fitch, S&P, Moody’s ή DBRS Morningstar, τους οποίους έχει ως επιλέξιμους οίκους το Ευρωσύστημα στις προγραμματισμένες αξιολογήσεις. Ωστόσο οι διεθνείς οίκοι δεν δείχνουν να βιάζονται να «ανεβάσουν» τις βαθμίδες της Ελλάδας. Οπότε, εκτιμάται ότι η Ελλάδα εφέτος θα ανέβει μόνον ένα σκαλοπάτι, αφήνοντας για τις αρχές του 2023 το επόμενο μεγάλο βήμα.
Εάν η χώρα αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα, θα μειωθεί σημαντικά το κόστος δανεισμού του Δημοσίου και των επιχειρήσεων, θα ενισχυθεί η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους και θα διευκολυνθεί η συμμετοχή των κρατικών τίτλων στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP).