Ανησυχία για τη συνεχή αύξηση στο κόστος δανεισμού

Ανησυχία για τη συνεχή αύξηση στο κόστος δανεισμού

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ UPD 08:48 Δημιουργία 08/02/22, 07:48
Αρθρογράφος: Αλέξης Αλεξίου
ΑΛΕΞΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ

Συναγερμός έχει σημάνει στο οικονομικό επιτελείο από τη συνεχή άνοδο στο κόστος δανεισμού της χώρας, κάτι που ενδέχεται να σηματοδοτήσει το τέλος του «φτηνού χρήματος» για το Δημόσιο και γενικότερα την ελληνική οικονομία.

Στον απόηχο των δηλώσεων της προέδρου της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ για τον επίμονο πληθωρισμό, αλλά και των εκτιμήσεων για αλλαγή πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με τερματισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης και αύξηση των επιτοκίων, τα ελληνικά ομόλογα δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά. Είναι ενδεικτικό ότι η απόδοση του 10ετούς κρατικού τίτλου ξεπέρασε το 2% στα τέλη της περασμένης εβδομάδας και έφτασε χθες στο 2,5%, για να διαμορφωθεί τελικά στο 2,32% που είναι το πιο υψηλό από τον Απρίλιο 2020. Εν προκειμένω, μέσα σε τρεις ημέρες οι αποδόσεις του 10ετούς ομολόγου έχουν αυξηθεί κατά 60 μονάδες βάσης, με τον «πονοκέφαλο» στο οικονομικό επιτελείο να είναι έντονος αφού η άνοδος του κόστους δανεισμού επιτείνει και τις δημοσιονομικές πιέσεις στον προϋπολογισμό.

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι η αναταραχή με την αύξηση των επιτοκίων δυσχεραίνει τον στόχο για απόκτηση επενδυτικής βαθμίδα το αργότερο έως τις αρχές του 2023. Αναλυτές εκτιμούν ότι υπό τις συνθήκες που επικρατούν, με τον πληθωρισμό να τείνει να παγιωθεί σε υψηλά επίπεδα και τους δημοσιονομικούς στόχους- κυρίως ως προς την αποκλιμάκωση του ελλείμματος στο 1,4% του ΑΕΠ- να καθίστανται επισφαλείς, είναι πιθανόν ο συγκεκριμένος στόχος να μετατεθεί για το β’ εξάμηνο του 2023. Και παρότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει διαβεβαιώσει ότι θα συνεχίσει να στηρίζει τα ελληνικά ομόλογα, επενδύοντας εκ νέου όσα εισπράττει από λήξεις και τόκους, υπάρχει προβληματισμός για το εύρος αυτής της στήριξης εάν τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας επιδεινωθούν.

Σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον, ακόμη και οι τράπεζες επανεξετάζουν τη στρατηγική τους για έξοδο στις αγορές με εκδόσεις ομολόγων. Η Εθνική Τράπεζα, η οποία ήταν εκείνη που σχεδίαζε να βγει πρώτη στις αγορές, φαίνεται να μεταθέτει τα σχέδια της για λίγο αργότερα. Αναλυτές εκτιμούν ότι εάν συνεχιστεί το ράλι στις αποδόσεις των ομολόγων, οι συνέπειες θα είναι δυσμενείς για τα πιστωτικά ιδρύματα, αφού θα αναγκαστούν να εγγράψουν απώλειες από την αποτίμηση των χαρτοφυλακίων ομολόγων στις σημερινές τιμές.

Στο υπουργείο Οικονομικών διαθέτουν ένα ταμειακό «μαξιλάρι» που προσεγγίζει τα 38 δισ. ευρώ και σχεδιάζουν να διαθέσουν από αυτό 7,1 δισ. ευρώ, αφ’ ενός για την αποπληρωμή του υπολοίπου των 1,8 δισ. ευρώ από τα δάνεια του ΔΝΤ και αφ’ ετέρου δύο δόσεων ύψους 5,3 δισ. ευρώ από τα διακρατικά δάνεια που έλαβε η χώρα στο πρώτο μνημόνιο. Με δεδομένο, όμως, ότι η στρατηγική του υπουργείου είναι τα διαθέσιμα να μην μειώνονται κάτω από τα 30 δισ. ευρώ, η Ελλάδα πρέπει να εξακολουθεί να δανείζεται, έστω και με υψηλότερα επιτόκια.

Για το τρέχον έτος, το δανειακό πρόγραμμα θα κινηθεί στα 12 δισ. ευρώ. Μετά την έκδοση δεκαετούς ομολόγου τον περασμένο Ιανουάριο με «τσιμπημένο» επιτόκιο, η δεύτερη έξοδος στις αγορές αναμένεται τον Μάρτιο, με το re-opening του 30ετούς ομολόγου που εκδόθηκε το 2021 για την άντληση 2,5 δισ. ευρώ. Τον Απρίλιο θα ακολουθήσει η τρίτη έξοδος για την άντληση 2 δισ. ευρώ, με το «άνοιγμα» του νέου 10ετούς, ενώ τον Ιούνιο αναμένεται ο ΟΔΔΗΧ να «ανοίξει» και το 5ετές ομόλογο που εκδόθηκε τον Μάρτιο πέρυσι, για την άντληση 2 δισ. ευρώ. Η εκδοτική δραστηριότητα για το 2022 θα ολοκληρωθεί με την πρώτη έκδοση «πράσινου ομολόγου», το οποίο θα έχει διάρκεια 15 ή 20 έτη και θα είναι ύψους 2 δισ. ευρώ.

Αν σου άρεσε κάνε