«Έρχεται» νομοσχέδιο για τα καταπατημένα ακίνητα
Να βάλει τάξη στο μείζον πρόβλημα με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του Δημοσίου σε καταπατημένα ακίνητα, γαίες και οικισμούς θα επιχειρήσει το υπουργείο Οικονομικών.
Το σχετικό νομοσχέδιο αναμένεται να κατατεθεί το επόμενο διάστημα, με το ενδιαφέρον να εστιάζεται στο κόστος της απόκτησης των οριστικών τίτλων κυριότητας από τους καταπατητές, το οποίο θα αποτελεί ποσοστό επί της τρέχουσας αντικειμενικής αξίας.
Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, από το σύνολο της δημόσιας περιουσίας έχει καταπατηθεί το 47% των αστικών ακινήτων και το 64% των αγροτικών εκτάσεων. Η πλειονότητα των δημοσίων ακινήτων στην Αττική είναι μερικώς ή εξ ολοκλήρου καταπατημένα σε ποσοστό που φτάνει στο 80%. Μόνο στην Ανατ. Αττική υπολογίζεται ότι βρίσκονται 2.500 καταπατημένα ακίνητα. Ενώ, σε Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα καταπατημένο θεωρείται το 70% των δημόσιων κτημάτων. Στο Αιγαίο, η αυθαίρετη κατοχή γης που ανήκει στο κράτος είναι άνω του 50%, ενώ και στην Πελοπόννησο τα καταγεγραμμένα δημόσια ακίνητα που έχουν καταπατηθεί ξεπερνούν τα 3.000.
Σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου, η τακτοποίηση των κατεχομένων δημόσιων και ανταλλάξιμων κτημάτων αναμένεται να εξασφαλίσει σημαντικά έσοδα για τον προϋπολογισμό και να αποτελέσει λύση για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, με πολλαπλή στόχευση:
-Την εξάλειψη κοινωνικών αδικιών ιστορικά τεκμηριωμένων και συγκρούσεων και διεκδικήσεων κάθε μορφής, που εκδηλώνονται κάθε φορά που η πολιτεία προσπαθεί να προστατεύσει με συγκεκριμένα μέτρα, αλλά με σημαντική χρονική υστέρηση, την περιουσία της.
-Την εισροή σημαντικών εσόδων στον προϋπολογισμό και την αποτελεσματική προστασία της κοινόχρηστης περιουσίας του Δημοσίου, καθώς και της περιουσίας που θα αποκαλυφθεί με την ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου.
Η ακίνητη περιουσία του Δημοσίου διακρίνεται σε ιδιωτικού δικαίου, (ακίνητα, αγροί, οικόπεδα, λατομεία, αλυκές) και δημοσίου δικαίου (αιγιαλός- παραλίες, όχθες πλεύσιμων ποταμών κ.λπ.), η οποία γενικώς αποκαλείται «κοινόχρηστη». Βασικό τίτλο ιδιοκτησίας για το ελληνικό δημόσιο αποτελεί η διαδοχή από το τουρκικό δημόσιο, σύμφωνα με τη συνθήκη του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827). Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει και τη δικαστική έκβαση των υποθέσεων, καθώς οι καταπατητές εμφανίζονται στην εφορία και στα δικαστήρια ως νόμιμοι ιδιοκτήτες των ακινήτων, με τίτλους ιδιοκτησίας που είτε δημιούργησαν οι ίδιοι είτε οι δικαιοπάροχοί τους ή με τίτλους που δημιούργησαν καταπατητές μετά το 1884.
Σημειώνεται ότι δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται να αντιμετωπιστεί οριστικά το θέμα, καθώς από το 1998 και μετά σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις επιδίωξαν τη νομιμοποίηση καταπατημένων ακινήτων.
Χαρακτηριστικά, το 1998 ο τότε υφυπουργός Οικονομικών Γιώργος Δρυς είχε συντάξει νομοσχέδιο που προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι η τιμή για την εξαγορά των ακινήτων αυτών θα ήταν η αντικειμενική αξία τους. Η τιμή θα μειωνόταν σημαντικά εάν ο κάτοχος δεν είχε άλλη πρώτη κατοικία ή ήταν πολύτεκνος ή αγρότης, ενώ θα μπορούσε να εξοφλήσει το ποσό σε έξι έως 18 έντοκες δόσεις εάν το καταπατημένο ήταν σε παραμεθόριες περιοχές. Ωστόσο, το νομοσχέδιο αυτό δεν έγινε ποτέ νόμος του κράτους.
Το 2014 ήταν έτοιμο προς κατάθεση στη Βουλή σχέδιο νόμου το οποίο παρείχε τη δυνατότητα εξαγοράς με ευνοϊκούς όρους 28.000 ακινήτων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά είχαν καταπατηθεί για διάστημα μεγαλύτερο των 20 χρόνων. Το τίμημα για την εξαγορά ενός καταπατημένου ακινήτου θα υπολογιζόταν βάσει της χαμηλότερης αντικειμενικής αξίας του γεωγραφικού διαμερίσματος όπου βρισκόταν το ακίνητο. Μπορούσαν να εξαγοραστούν τα αστικά ακίνητα, ενώ για οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων μια έκταση μέχρι πέντε στρέμματα, και για περιοχές που βρίσκονταν μέσα σε σχέδιο πόλης ή για οικισμούς που προϋφίστανται του 1923 μια έκταση ίση με το ελάχιστο εμβαδόν αρτίου όσο και αγροτικά ακίνητα.