Τα σενάρια για χρέος και πλεονάσματα και οι φόβοι για λιτότητα διαρκείας
Τη «χρυσή τομή» μεταξύ του σχεδίου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) για τις αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και της χαλάρωσης της δημοσιονομικής «θηλιάς» που προκαλούν οι υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί, επιζητεί η Ελλάδα, η οποία «ξορκίζει» αποφάσεις που οδηγούν σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και κατ’ επέκταση σε μακροχρόνια λιτότητα.
Οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία αναφέρει ο ESM, κυμαίνονται από 3% του ΑΕΠ έως 6,5% του ΑΕΠ, γεγονός που, εάν υλοποιηθούν, οδηγούν σε αυστηρή λιτότητα για τα επόμενα 20 με 30 χρόνια.
Ειδικότερα, στο παράδειγμα για την Ελλάδα αναφέρεται πως στη χώρα απαιτούνται μέσοι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης 3%, καθώς και:
-Για να μειωθεί το χρέος στο όριο του 60% του ΑΕΠ, θα απαιτηθούν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 6,5% του ΑΕΠ ετησίως για 20 χρόνια ή πλεονάσματα 4,5% για 30 χρόνια.
-Για να μειωθεί ο λόγος του χρέους στο 80% του ΑΕΠ, θα απαιτηθούν πρωτογενή πλεονάσματα 5,5% ετησίως για 20 χρόνια ή πλεονάσματα ύψους 4,5% του ΑΕΠ για 30 χρόνια.
-Για να μειωθεί το ελληνικό χρέος στο 100% του ΑΕΠ, θα απαιτηθούν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 4,5% του ΑΕΠ για 20 χρόνια, ή πλεονάσματα 3% του ΑΕΠ για 30 χρόνια.
Επίσης, ο ESM παρουσιάζει ως «άκαμπτο» τον βασικό κανόνα του Συμφώνου Σταθερότητας που ορίζει ότι οι χώρες με χρέος πάνω από το ανώτατο όριο του 100% του ΑΕΠ οφείλουν να κλείσουν την ψαλίδα με ρυθμό 5% ετησίως (κατά το 1/20), ώστε μέσα σε μια εικοσαετία να έχουν επανέλθει στα όρια του Συμφώνου.
Σημειώνεται, παράλληλα, ότι το Σύμφωνο προβλέπει τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος για να περιορίσουν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το υπερβολικό έλλειμμα ή το χρέος. Στο πλαίσιο αυτό, η Κομισιόν μπορεί να εκκινήσει διαδικασία εις βάρος μιας χώρας εάν υπάρχει:
-Υπέρβαση ή κίνδυνος υπέρβασης του ορίου του 3% του ΑΕΠ στο έλλειμμα, ή
-Εάν η απόκλιση μεταξύ του επιπέδου του χρέους μιας χώρας και του ορίου του 60 % του ΑΕΠ δεν μειώνεται κατά 1/20 ετησίως κατά μέσο όρο επί τρία έτη.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην πλέον δεινή θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ καθώς δεν πληροί ούτε την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ για το έλλειμμα, ούτε τον κανόνα του χρέους- ήτοι την υποχρέωση να μειώνεται κατά ένα εικοστό ετησίως στο κομμάτι που ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ. Και επιπλέον εκτιμάται πως δεν θα εκπληρώσει το πιο δύσκολο κριτήριο, την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους.
Έτσι, η Αθήνα θα ζητήσει να μη μετρούν στα ελλείμματα και το χρέος μια σειρά από επενδύσεις, προκειμένου να αυξηθούν σημαντικά τα περιθώρια ελιγμών. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι αμυντικές δαπάνες, οι δαπάνες για το μεταναστευτικό, οι πράσινες και ψηφιακές δημόσιες επενδύσεις οι οποίες προωθούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης (θωράκιση από την κλιματική αλλαγή και τη μείωση των ρύπων κ.ά.).
Εάν επιτευχθεί η εξαίρεση των αμυντικών δαπανών, θα δημιουργηθεί σημαντικός δημοσιονομικός χώρος για ελαφρύνσεις φόρων και αύξηση δαπανών, αλλά θεωρείται βέβαιο ότι αυτό θα εκληφθεί από τις «σκληρές χώρες» του Βορρά ως ένας πρόσθετος κίνδυνος για τη βιωσιμότητα του χρέους. Είναι χαρακτηριστικό, ότι το άθροισμα δαπανών για την άμυνα και το μεταναστευτικό ανέρχονται στο επίπεδο του 3% του ΑΕΠ, όσο είναι σήμερα και το ανώτατο όριο για το έλλειμμα.
Η Αθήνα επιδιώκει ταυτόχρονα:
- Να μειώνεται ετησίως το χρέος χωρίς συγκεκριμένο όριο, λαμβανομένου υπ’ όψη και του οικονομικού κύκλου του κράτους- μέλους που καλείται να μπει σε διαδικασία προσαρμογής. Η χώρα με υψηλό χρέος να αναλαμβάνει μεσοπρόθεσμη δέσμευση για μείωσή του σε συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
-Να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές συνθήκες αύξησης του χρέους. Εάν μια χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με διάφορες δυσμενείς συνθήκες, το διάστημα προσαρμογής του χρέους να αυξάνεται.
-Να συνυπολογίζεται η βιωσιμότητα του χρέους, ώστε να αντιμετωπίζει διαφορετικά το κράτος- μέλος που αντιμετωπίζει σοβαρά δημοσιονομικά ζητήματα.