ΑΑΔΕ: Από «κόσκινο» τα περιουσιακά φορολογουμένων με χρέη στο Δημόσιο
Σε εξονυχιστικό έλεγχο- με στοιχεία από την Ελλάδα και το εξωτερικό- της περιουσιακής κατάστασης όλων των φορολογούμενων με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο προχωρά η ΑΑΔΕ, προκειμένου να διαπιστώσει «ιδίοις όμμασι» ποιες από αυτές είναι όντως ανεπίδεκτες είσπραξης και είναι δυνατή η διαγραφή τους.
Παράλληλα, μπορεί να απαγορεύει τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και να δεσμεύει τους τραπεζικούς και επενδυτικούς λογαριασμούς και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα, για να διασφαλίσει τα συμφέροντα του Δημοσίου.
Η Ανεξάρτητη Αρχή κοινοποίησε την εγκύκλιο με τις φορολογικές διατάξεις του νέου νόμου 4820/21, όπου περιγράφονται αναλυτικά οι προϋποθέσεις και η διαδικασία, σύμφωνα με την οποία οι οφειλές θα χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης και θα διαγράφονται.
Ειδικότερα:
1. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι κάτωθι προϋποθέσεις:
α. Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της Φορολογικής Διοίκησης και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων ή απαιτήσεων αυτών έναντι τρίτων, ή διαπιστώθηκε η καθ’ οποιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη και διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων του οφειλέτη με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων ή με διαδικασία εκκαθάρισης, και η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εφόσον πρόκειται για πτωχό.
β. Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης, ή δεν είναι δυνατή η υποβολή της.
γ. Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, ο οποίος πιστοποιεί με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων περιπτώσεων και ότι είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών.
Προκειμένου για εταιρείες που τελούν υπό κρατικό έλεγχο ή στις οποίες ασκείται κρατική εποπτεία και οι οποίες τελούν υπό εκκαθάριση ή πτώχευση, απαιτείται η αναγγελία του Δημοσίου στις ανωτέρω διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης.
2. Οι πράξεις του χαρακτηρισμού των επιδεκτικών ή ανεπίδεκτων είσπραξης και της καταχώρισης των απαιτήσεων σε ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης γίνονται με απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ.
Εφόσον πρόκειται για οφειλές άνω του 1,5 δισ. ευρώ, οι πράξεις αυτές κοινοποιούνται στον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου που είναι αρμόδιος για τον έλεγχο των δημόσιων εσόδων, από τον οποίο και ελέγχονται. Εάν κρίνεται αναγκαίο, έλεγχος μπορεί να διενεργηθεί και στις πράξεις της παρούσας που αφορούν συνολική βασική οφειλή κατώτερη του ως άνω ποσού.
3. Από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση:
α) αναστέλλεται αυτοδικαίως η παραγραφή της,
β) δεν χορηγείται στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία, ούτε άλλο νομίμως προβλεπόμενο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός εάν πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό,
γ) δεσμεύονται στο σύνολο τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα των παραπάνω προσώπων.
Το Δημόσιο διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά του για την είσπραξη της οφειλής ή συμψηφισμό και μετά την καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
4. Οφειλή που έχει καταχωρισθεί ως ανεπίδεκτη είσπραξης, χαρακτηρίζεται εκ νέου ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της, διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.
Διαγραφή των οφειλών
1. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους που έχουν χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτες είσπραξης, δύνανται να κριθούν διαγραπτέες και να διαγραφούν και πριν από την παρέλευση της προθεσμίας, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α. έχουν ολοκληρωθεί οι προβλεπόμενες ενέργειες για τον χαρακτηρισμό τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης,
β. έχουν ολοκληρωθεί οι σχετικές ενέργειες για την ανταλλαγή των πληροφοριών και των διαδικασιών αναγκαστικής είσπραξης για τα κράτη με τα οποία υφίστανται αντίστοιχες συμφωνίες και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον με τα κράτη μέλη της Ε.Ε.,
γ. έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες στην αλλοδαπή κατόπιν αξιοποίησης πληροφοριών και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή απαιτήσεων αυτού έναντι τρίτων,
δ. έχει ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία σε βάρος των οφειλετών, με την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
2. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους που δεν έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτες είσπραξης μπορούν να διαγραφούν, εφόσον εμπίπτουν αποκλειστικά και μόνο στις ακόλουθες κατηγορίες οφειλών:
α. οφειλές αποβιωσάντων που δεν καταλείπουν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και των οποίων οι κληρονόμοι αποποιήθηκαν την κληρονομιά,
β. οφειλές ανά φορολογούμενο μικρότερες του ποσού του εκάστοτε ελάχιστου ποσού φόρου από την καταβολή του οποίου απαλλάσσεται ο φορολογούμενος.
Τέλος, για τις περιπτώσεις προκαταβολών από τον υπουργό Οικονομικών από τον λογαριασμό του Δημοσίου, και εφόσον πληρούνται οι λοιπές διατάξεις περί φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, το ποσό της παρακράτησης μπορεί να ανέρχεται σε 10% επί της προκαταβολής για τους δικαιούχους, των οποίων οι οφειλές έχουν υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης τμηματικής καταβολής εν ισχύ ή σε δικαστικά επικυρωμένη συμφωνία εξυγίανσης και αποπληρώνονται βάσει αυτής. Σε περιπτώσεις ύπαρξης ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση και τα ασφαλιστικά ταμεία που δεν έχουν υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης τμηματικής καταβολής εν ισχύ ή σε δικαστικά επικυρωμένη συμφωνία εξυγίανσης και αποπληρώνονται βάσει αυτής, το ποσό της παρακράτησης ανέρχεται σε 30% επί της προκαταβολής.