«Θύμα» του Covid το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής
«Θύμα» της πανδημίας πέφτει για δεύτερο συνεχόμενο έτος το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής, καθώς σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, οποιαδήποτε πρόβλεψη για τα δημοσιονομικά μεγέθη την επόμενη τετραετία χαρακτηρίζεται τουλάχιστον παρακινδυνευμένη.
«Όταν τα πράγματα αποσαφηνιστούν, τότε θα μπορούμε να προχωρήσουμε στη σύνταξη του Προγράμματος. Έως τότε, δεν μπορούμε να κάνουμε καμία πρόβλεψη», επισημαίνουν στελέχη του οικονομικού επιτελείου.
Σύμφωνα με τους ίδιους, κυρίαρχο αυτήν την περίοδο είναι η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης και η στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ενώ η αγωνία δεν αφορά στο πώς θα εξελιχθούν τα επόμενα χρόνια αλλά οι επόμενοι μήνες, και ποιες θα είναι οι αντοχές των δημόσιων ταμείων.
Η χώρα μας έχει την υποχρέωση κατάρτισης Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος το οποίο δίνει μια σαφή εικόνα των δημοσιονομικών ορίων και των δεσμεύσεων, που αναλαμβάνονται για την επόμενη περίοδο, των βασικών πολιτικών κατευθύνσεων, καθώς και των προτεραιοτήτων της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, στις 11 Φεβρουαρίου 2020, ο τότε υφυπουργός και νυν αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης, ζητούσε με εγκύκλιό του προς τα υπουργεία και τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης να αποστείλουν στοιχεία για την κατάρτιση του Μεσοπρόθεσμου 2021- 2024, υπενθυμίζοντας πως η χώρα έχει δεσμευθεί για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022.
Λόγω της πανδημίας και της οικονομικής αβεβαιότητας που ενέσκηψε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με οδηγία της (στις 6 Απριλίου 2020) σχετικά με τα Προγράμματα Σταθερότητας και Σύγκλισης, επέτρεψε κατ’ εξαίρεση σε όλα κράτη- μέλη να προγραμματίσουν μόνο για το 2020- 2021.
Έτσι, και η Ελλάδα κατήρτισε και υπέβαλε στην Κομισιόν, Πρόγραμμα Σταθερότητας για τη συγκεκριμένη περίοδο.
Στις ελληνικές καλένδες, άλλωστε, έχει μεταφερθεί και ο χρονικός ορίζοντας για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων. Η Ελλάδα, όπως και τα υπόλοιπα κράτη- μέλη, έχει εισέλθει σε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και υψηλά πρωτογενή ελλείμματα. Και η δημοσιονομική ευελιξία («ρήτρα διαφυγής») από την Κομισιόν παρέχει στη χώρα το δικαίωμα να μην «υπακούει» σε κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας και την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ, καθώς και το δικαίωμα υπέρβασης στις δαπάνες για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την υγειονομική κρίση.
Το ερώτημα που ανακύπτει, είναι τι μέλλει γενέσθαι το 2022, εάν θα υπάρξει επέκταση της δημοσιονομικής ευελιξίας ή μερική επιστροφή στις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις, έστω και με χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα.
Οι παράγοντες στις Βρυξέλλες αναφέρουν ότι η απενεργοποίηση της ρήτρας θα γίνει όταν η ευρωπαϊκή οικονομία βρεθεί ξεκάθαρα σε πορεία ανάκαμψης, προοπτική στην οποία «ποντάρουν» και στο υπουργείο Οικονομικών. Ακόμη και εάν, διατηρηθεί και το επόμενο έτος η «ρήτρα διαφυγής», αλλά με προϋποθέσεις και δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις που θα «υπόσχονται» την επιστροφή σε δημοσιονομική προσαρμογή. Και κυρίως για χώρες, όπως η Ελλάδα, που βρίσκονται σε μεταμνημονιακή παρακολούθηση.