Σχέδιο νόμου για αγωγές και αποζημιώσεις από τα καρτέλ
Η διαβούλευση θα διαρκέσει μέχρι τις 29 Σεπτεμβρίου 2017, ημέρα Παρασκευή και ώρα 16:00.
Με το νέο πλαίσιο, δίδεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις ή στα φυσικά πρόσωπα που θίγονται από τους παραβάτες του ανταγωνισμού, να διεκδικούν και να λαμβάνουν αποζημιώσεις, όχι μόνο για την πρόκληση άμεσης ζημίας αλλά και για διαφυγόντα κέρδη (θετική και αποθετική ζημία).
Το νομοσχέδιο παρέχει τη δυνατότητα άσκησης αγωγής αποζημιώσεων, τόσο για τους άμεσους (εκείνους που αγοράζουν απευθείας προϊόντα ή υπηρεσίες από τις επιχειρήσεις που παραβιάζουν το νόμο) όσο και για τους έμμεσους αγοραστές (εκείνους που αγοράζουν προϊόντα ή υπηρεσίες από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις επόμενες βαθμίδες της αλυσίδας εφοδιασμού). Προβλέπει ωστόσο τη δυνατότητα του εναγομένου να προβάlλει ενώπιον των δικαστηρίων την ένσταση μετακύλισης της πραγματικής απώλειας ως μέσο άμυνας για να αποκρούσει μια αγωγή αποζημίωσης.
Για τη διευκόλυνση των διαδικασιών απονομής δικαιοσύνης, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, οι τελεσίδικες αποφάσεις μιας εθνικής αρχής ανταγωνισμού που διαπιστώνουν παράβαση του εθνικού ή ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού, είναι δεσμευτικές για τα δικαστήρια του ίδιου κράτους-μέλους. Ωστόσο, μια απόφαση εθνικής αρχής ανταγωνισμού δεν είναι ομοίως δεσμευτική για τα δικαστήρια άλλων κρατών-μελών, αλλά αποτελεί «εκ πρώτης όψεως μέσο απόδειξης του γεγονότος της παράβασης».
Η ευθύνη σε αποζημίωση είναι ανεξάρτητη από το αν μια αρχή ανταγωνισμού έχει ήδη διαπιστώσει την ύπαρξη παράβασης, ενώ σωρευτικά με τη χρηματική αποζημίωση, ο παραβάτης οφείλει τόκο για το χρονικό διάστημα από την πρόκληση της ζημίας έως την καταβολή της αποζημίωσης.
Σημειώνεται ότι τεκμαίρεται μαχητά, πως οι παραβάσεις από οριζόντιες συμπράξεις (καρτέλ) προκαλούν ζημία, ενώ το ύψος της ζημίας αποδεικνύει ο ζημιωθείς.
Στο Πρωτοδικείο Αθηνών θα συσταθεί ειδικό τμήμα το οποίο εκδικάζει τέτοιου είδους υποθέσεις και στο Εφετείο Αθηνών συνιστάται ειδικό τμήμα, το οποίο εκδικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων. Το δικαστήριο έχει την εξουσία να εκτιμήσει το ύψος της ζημίας, εφόσον είναι πρακτικά αδύνατο ή υπερβολικά δυσχερές να προσδιορισθεί επακριβώς το ύψος της προκληθείσας ζημίας από τον ενάγοντα βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, ενώ το δικαστήριο μπορεί να ζητά από την εθνική αρχή ανταγωνισμού να διατυπώσει τη γνώμη της, εφόσον τούτη το κρίνει σκόπιμο.
Σε περίπτωση συναινετικής επίλυσης της διαφοράς με οποιονδήποτε τρόπο (δικαστικό ή εξώδικο) μεταξύ του ζημιωθέντος και ενός ή περισσοτέρων εκ των παραβατών, η αξίωση του ζημιωθέντος σε αποζημίωση μειώνεται κατά το μερίδιο ζημίας που προκάλεσε στον ζημιωθέντα ο παραβάτης ή οι παραβάτες υπέρ του οποίου ή των οποίων ισχύει ο διακανονισμός. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως του χρηματικού ποσού που συμφωνήθηκε με τη συναινετική επίλυση.