Έως 10% η ύφεση στην Ελλάδα για το 2020, εκτιμά το ΙΟΒΕ
Η ύφεση για το τρέχον έτος θα είναι βαθιά, από ελάχιστο 5% και προς το 10%, και ένα σημαντικό κόστος σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά δεν μπορεί να αποφευχθεί ανέφερε ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας, σε διαδικτυακή συνέντευξη τύπου για την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης για την οικονομία.
Όπως εκτιμά η έκθεση η πανδημία του νέου κορονοϊού αναμένεται να αποτελέσει τον πλέον καθοριστικό παράγοντα εξέλιξης της απασχόλησης το τρέχον έτος, με το μέγεθος της επίδρασης να εξαρτάται από τη διάρκειά της και μια πιθανή νέα έξαρση του ιού. Οι επιδράσεις θα προέλθουν τόσο από εξωχώριους όσο και από εγχώριους παράγοντες.
Ως προς τους εξωχώριους, τα περιοριστικά μέτρα λειτουργίας επιχειρήσεων σε σημαντικούς εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας (Ιταλία, Γερμανία, Τουρκία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, ΗΠΑ κ.ά.) θα επηρεάσουν τη ζήτηση ελληνικών προϊόντων, επομένως και την απασχόληση μεταποιητικών κλάδων, ενώ η αναστολή επιβατικών πτήσεων εγχωρίως από και προς τις περισσότερες από τις ανωτέρω χώρες θα πλήξει τους κλάδους Τουρισμού και Μεταφορών. Ως προς τους εγχώριους παράγοντες, τα περιοριστικά μέτρα στη λειτουργία επιχειρήσεων, παρά τα μέτρα ενίσχυσής τους και υποστήριξης των απασχολουμένων τους, θα αυξήσουν την ανεργία. Η ζήτηση των νοικοκυριών θα περιοριστεί από τη γενικότερη αβεβαιότητά τους για την εξέλιξη της πανδημίας και την επιδείνωση των προσδοκιών τους.
Οι αρνητικές επενέργειες των περιοριστικών μέτρων θα επεκταθούν και στις επενδυτικές αποφάσεις. Από την άλλη πλευρά, θετικές επιδράσεις στην απασχόληση θα προέλθουν από την αύξηση της ζήτησης λόγω πανδημίας στους κλάδους υγείας, κοινωνικής μέριμνας, δημιουργίας διαδικτυακών υπηρεσιών, ταχυμεταφορών (courier). Με βάση τα ανωτέρω το ΙΟΒΕ ανέπτυξε εναλλακτικά σενάρια εξελίξεων της απασχόλησης φέτος. Όλα κατέληξαν σε άνοδο της ανεργίας, από περίπου 2 έως σχεδόν 4 ποσοστιαίες μονάδες.
Ο κ. Βέττας ανέφερε επίσης ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση του υγειονομικού προβλήματος δεν αντιμάχεται αυτή του οικονομικού αλλά αποτελεί προϋπόθεση επανεκκίνησης. Θα υπάρχει όμως κρίσιμη επίδραση και από τις εξελίξεις στις άλλες χώρες.
Σε Ελλάδα, Ευρώπη και διεθνώς, καταγράφεται αποφασιστικότητα της οικονομικής πολιτικής να στηρίξει τη λύση στο υγειονομικό πρόβλημα. Μεγάλη αύξηση δημόσιων ελλειμμάτων και χρέους είναι εύλογη αντίδραση σε μια άμεση διαταραχή που αντιμετωπίζεται ως μοναδική.
Η νέα κρίση φέρνει την ελληνική οικονομία και την ΕΕ σε μια στιγμή αλήθειας και αποφάσεων που θα προδιαγράψουν τους ρυθμούς ανάπτυξης μακροπρόθεσμα. Υπάρχει κίνδυνος η ελληνική αλλά και οι ευρωπαϊκές οικονομίες, όχι μόνο να ξεκινήσουν το επόμενο έτος από σημαντικά χαμηλότερη βάση αλλά και να έχουν ασθενέστερους ρυθμούς μεγέθυνσης μεσοπρόθεσμα, ανέφερε.
Πρόσθεσε επίσης ότι η ελληνική οικονομία εισέρχεται στη νέα κρίση με «υποκείμενα νοσήματα»: (α) διαρθρωτικές αδυναμίες, σε χαμηλή ανταγωνιστικότητα, μερική μόνο δομική προσαρμογή κατά τα προγράμματα, (β) πολύ υψηλό δημόσιο χρέος και μεγάλο ποσοστό μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους.
Δεν υπάρχει, για την ελληνική οικονομία, περιθώριο δημοσιονομικού εκτροχιασμού κατά την κρίση. Κομβικής σημασίας η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής. Αναμένεται φέτος πολύ ισχυρή πίεση στον τομέα του εισερχόμενου τουρισμού. Αυτός συνέβαλε το 2019 με 18 δισ. ευρώ εισπράξεις και σχεδόν 34 εκατ. αφίξεις, ενώ ο εγχώριος τουρισμός ήταν στα 2 δισ. Η σημαντική θετική συμβολή στην οικονομία τα τελευταία χρόνια (ανοδικά από το 2010, όταν ήταν 10 δισ. ευρώ εισπράξεις και 15 εκατ. αφίξεις) θα ανακοπεί εκτίμησε επίσης.
Για την επιβίωση του τομέα βραχυπρόθεσμα και την ενίσχυση μεσοπρόθεσμα απαιτείται στη χώρα: ενίσχυση υποδομών (μετακινήσεις, επικοινωνίες, υγεία), διασύνδεση με άλλους τομείς της οικονομίας, και βελτίωση ποιότητας. Επίσης, απαιτείται σε επίπεδο ΕΕ: αποτελεσματικός συντονισμός, κοινοί κανόνες και ρυθμίσεις για ενίσχυση αξιοπιστίας και καταμερισμός κόστους ανάμεσα στις χώρες.
Είναι απαραίτητο να ενισχυθεί ένας δεύτερος πυλώνας με κέντρο τη μεταποίηση, που θα στηρίζεται στην καινοτομία και θα ενισχύει τις εξαγωγές. Σήμερα η ελληνική οικονομία έχει το χαμηλότερο ποσοστό μεταποίησης και από τα χαμηλότερα σε Ε&Α στην ΕΕ, ανέφερε ο κ. Βέττας.