ΣΕΒ: Πώς θα καλυφθεί το κόστος των μέτρων στήριξης της οικονομίας
Η κρίση του κοροναϊού στην Ελλάδα έχει μια σημαντική ομοιότητα με τη μεγάλη κρίση και ύφεση των Μνημονίων, σχολιάζει ο ΣΕΒ, σημειώνοντας πως «όπως τότε, έτσι και σήμερα, οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα είναι εκείνοι που φέρουν το μεγαλύτερο βάρος των περικοπών σε εισόδημα και απασχόληση».
Στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την οικονομία ο Σύνδεσμος αναλύει το κόστος των μέτρων για τον προϋπολογισμό και σημειώνει πως αυτό θα μπορούσε να καλυφθεί με έκτακτο δανεισμού του Δημοσίου, αφού τα επιτόκια παραμένουν σχετικά ευνοϊκά. Μία πιο φθηνή λύση θα ήταν βεβαίως η έκδοση κοινών ευρω-ομολογων, αλλά κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται ακόμη στον ορίζοντα.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι 108.000 εργαζόμενοι στα νοσοκομεία, τα Κέντρα Υγείας, το ΕΚΑΒ, τον ΕΟΔΥ και την Πολιτική Προστασία υπερβάλλουν εαυτόν, και οι μισθοί τους πρέπει να αυξηθούν προσωρινά. Υπάρχουν, επίσης, δομές του Δημόσιου Τομέα που εργάζονται πυρετωδώς για την υλοποίηση των οικονομικών μέτρων που έχουν αναγγελθεί» αναφέρει ο ΣΕΒ και προσθέτει.
«Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εξοικονόμησης πόρων, ή μετατάξεων σε υπηρεσίες που υπάρχει μεγάλη ανάγκη σε προσωπικό, έτσι ώστε να στηριχθούν οι άνθρωποι που τα δίνουν όλα για να εξυπηρετήσουν το κοινωνικό σύνολο στις σκοτεινές αυτές ώρες. Με τον τρόπο αυτό, θα ελαφρυνθεί και το βάρος στον προϋπολογισμό από τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης».
Οι μειώσεις μισθών βουλευτών και υπουργών δεν αρκούν, τονίζει«εάν είμαστε όλοι μαζί στην ίδια βάρκα, και όλοι μας πρέπει να βγούμε από τη τέλεια θύελλα, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες».
Ο ΣΕΒ εξηγεί πως βάσει των μέτρων που έχουν ανακοινωθεί το έλλειμμα φέτος φαίνεται να αυξάνει κατά τεκμήριο κατά 3,5 δισ. ευρώ το μήνα περίπου (50% Χ €6,8 δισ.) λόγω των μέτρων, και κατά 2,5 δισ. ευρώ το μήνα (υπολογίζεται μια μείωση των μηνιαίων εσόδων, που συνήθως είναι €6,5 δισ., κατά 40% περίπου) λόγω της μείωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών εσόδων από την απώλεια οικονομικής δραστηριότητας. Δηλαδή η επιβάρυνση του προϋπολογισμού φαίνεται να είναι γύρω στα 6 δισ. το μήνα ή περίπου 3% του παλαιού ΑΕΠ. Συνεπώς, η επιβάρυνση του ετήσιου ελλείμματος είναι 6 π.μ. του ΑΕΠ για 2 μήνες, 9 π.μ. του ΑΕΠ, για 3 μήνες, κ.ο.κ.
Η επιβάρυνση αυτή, σημειώνει, μπορεί να καλυφθεί ισόποσα από κάποιο συνδυασμό έκτακτου δανεισμού, και ανάληψης πόρων από τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους, που ανέρχονται σε €37 δισ. Σημειώνεται ότι τα €16 δισ. από αυτά είναι το απόθεμα που η χρήση του απαιτεί συναίνεση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), καθώς τηρείται ως εξασφάλιση εξυπηρέτησης του υπέρογκου ελληνικού χρέους που είναι στην κατοχή του ESM.
Τα υπόλοιπα είναι το εθνικό απόθεμα που, με βάση τους προηγηθέντες υπολογισμούς είναι διαθέσιμο να χρηματοδοτήσει, εάν χρειασθεί, τον προϋπολογισμό για 3 μήνες περίπου. Βεβαίως, υπάρχουν και άλλα κονδύλια (ΕΣΠΑ, νέα Ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία, κλπ.) που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε επείγουσες περιπτώσεις, επεκτείνοντας το παραπάνω διάστημα, ενδεχομένως, σε 6 μήνες.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ η λύση του Ευρωομολόγου θα ήταν μια φθηνότερη λύση έναντι του κρατικού δανεισμού, αλλά δεν υπάρχει -ακόμα τουλάχιστον- συμφωνία σε επίπεδο Ευρωζώνης. Σε κάθε περίπτωση, εάν η κυβέρνηση σχεδιάζει να προβεί σε δανεισμό, η τωρινή συγκυρία είναι ευνοϊκή, δεδομένου του χαμηλού ύψους των επιτοκίων σε αντίθεση με κάποια άλλη μελλοντική φάση, όταν περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη προσφύγουν στις αγορές, ωθώντας τα επιτόκια σε υψηλότερα επίπεδα. Επίσης, αξίζει τον κόπο να επιχειρήσει η ελληνική κυβέρνηση να επαναδιαπραγματευθεί μια μετακύλιση των πληρωμών του χρέους προς το μέλλον, ώστε να αξιοποιηθεί ο αντίστοιχος δημοσιονομικός χώρος.
Όσον αφορά σε μέτρα τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, θα πρέπει να εξετασθεί, συμπληρωματικά, η αύξηση των πιστωτικών γραμμών στους ενήμερους πελάτες των τραπεζών, με το κράτος να αναλαμβάνει την εξυπηρέτησή ή την εγγύησή τους, για σύντομο χρονικό διάστημα.
Τέλος, θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον μπορεί να βοηθήσει τυχόν σημαντική αύξηση, και επιμήκυνση του χρόνου καταβολής, του επιδόματος ανεργίας, για εργαζόμενους που θα βρεθούν στο δρόμο, εάν κλείσουν οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται. Τέλος, υπάρχει θέμα και με τους ανθρώπους που απασχολούνται στην παραοικονομίας που παράγουν το ¼ περίπου του ΑΕΠ της χώρας, χωρίς να καταγράφεται.