Εικόνα κατάρρευσης στην ελληνική μεταποίηση
Τα στοιχεία της έρευνας PMI του Μαρτίου υπέδειξαν επιδείνωση των λειτουργικών συνθηκών στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα, δίνοντας ένα τέλος στην περίοδο περίπου τριών ετών συνεχούς ανάπτυξης.
Η συνολική συρρίκνωση ήταν αποτέλεσμα της έντονης μείωσης της παραγωγής και των νέων παραγγελιών, καθώς η έξαρση της επιδημίας του κορωνοϊού 2019 προκάλεσε το κλείσιμο των εργοστασίων και την έντονη μείωση της ζήτησης από το εσωτερικό και το εξωτερικό. Κατά συνέπεια, οι εταιρείες περιόρισαν τον αριθμό των εργαζομένων με απότομο ρυθμό, λόγω του μειωμένου όγκου των παραγγελιών και της σημαντικής πτώσης των αδιεκπεραίωτων εργασιών.
Η επιχειρηματική εμπιστοσύνη καταγράφηκε αρνητική στο τέλος του πρώτου τριμήνου, λόγω του φόβου για πιθανό κλείσιμο και για τη διάρκεια που θα έχουν οι συνέπειες του ιού στην οικονομία. Εν τω μεταξύ, οι τιμές χρέωσης υποχώρησαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα τεσσάρων και πλέον ετών, παρά τις υψηλότερες τιμές εισροών, καθώς οι εταιρείες προσπάθησαν να προσελκύσουν νέες παραγγελίες.
Ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index - PMI) -ένας σύνθετος δείκτης που έχει σχεδιαστεί για να μετρά την απόδοση της μεταποιητικής οικονομίας- έκλεισε στις 42,5 μονάδες στο τέλος του πρώτου τριμήνου, σημαντική μεταστροφή από τις 56,2 μονάδες του Φεβρουαρίου.
Τα τελευταία στοιχεία υπέδειξαν δριμεία επιδείνωση της υγείας του μεταποιητικού τομέα στην Ελλάδα, καθώς τον έπληξε η εξάπλωση της επιδημίας Covid-19. Η τιμή του κύριου δείκτη ενισχύθηκε από τους μεγαλύτερους χρόνους παράδοσης προμηθειών (ένδειξη που είναι συνήθως συνδεδεμένη με βελτίωση της ζήτησης). Κύριος παράγοντας της συνολικής υποχώρησης ήταν η σημαντική μείωση της παραγωγής σε ολόκληρο τον τομέα παραγωγής αγαθών.
Τα τελευταία στοιχεία υπέδειξαν έντονη μεταβολή από τη δριμεία επέκταση του Φεβρουαρίου, καθώς η παραγωγή μειώθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από το απόγειο της κρίσης δημόσιου χρέους, τον Ιούλιο του 2015. Παράλληλα με το κλείσιμο των εργοστασίων, ανεπιβεβαίωτα στοιχεία ανέφεραν ότι στην ύφεση οδήγησε η δριμεία πτώση της ζήτησης από το εσωτερικό και το εξωτερικό.
Η συρρίκνωση των νέων εργασιών ήταν επίσης έντονη, καθώς οι εταιρείες ανέφεραν ότι οι κύριοι συνεργάτες εξαγωγών και οι πελάτες από το εσωτερικό μείωσαν δραστικά ή ακύρωσαν τις παραγγελίες τους ενόψει της εξάπλωσης της επιδημίας Covid-19 και των μέτρων έκτακτης ανάγκης της κυβέρνησης. Ως εκ τούτου, το σύνολο των πωλήσεων μειώθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Αύγουστο του 2015.
Κατά συνέπεια, οι Έλληνες κατασκευαστές μείωσαν τον αριθμό εργαζομένων τους, καθώς η πτώση της ζήτησης από την πλευρά των πελατών μετά την έξαρση της επιδημίας Covid-19 και το αναξιοποίητο παραγωγικό δυναμικό επέτρεψαν στις εταιρείες να μειώσουν σημαντικά τον όγκο αδιεκπεραίωτων εργασιών με την απασχόληση μικρότερου αριθμού εργαζομένων.
Η μείωση των επιπέδων απασχόλησης ήταν απότομη και η ταχύτερη που έχει καταγραφεί από τον Σεπτέμβριο του 2015. Οι προβλέψεις σχετικά με τα επίπεδα παραγωγής μέσα στο επόμενο έτος ήταν απαισιόδοξες τον Μάρτιο, καθώς οι ανησυχίες σχετικά με τη διάρκεια του κλεισίματος των εταιρειών επηρέασαν αρνητικά το κλίμα που επικρατούσε στον κλάδο. Σε ό,τι αφορά τις τιμές, το κόστος εισροών εξακολούθησε να αυξάνεται τον Μάρτιο, μολονότι σχεδόν οριακά και με τον βραδύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί στην τρέχουσα περίοδο αύξησης που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2016.
Στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν τους πελάτες τους, οι εταιρείες μείωσαν τις τιμές πώλησης με σταθερό ρυθμό. Τέλος, η περιορισμένη ζήτηση των πελατών οδήγησε σε έντονη μείωση των αγορών εισροών, ενώ η απόδοση των προμηθευτών επιδεινώθηκε σημαντικά λόγω των ελλείψεων πρώτων υλών και της αναστολής των μεταφορών.
Η Siân Jones, οικονομολόγος στην IHS Markit, η οποία καταρτίζει την έρευνα του ελληνικού Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών PMI, είπε: «Η δυναμική ανάπτυξης στον μεταποιητικό τομέα της Ελλάδας σταμάτησε απότομα τον Μάρτιο, καθώς οι επιπτώσεις από την εξάπλωση της επιδημίας Covid-19 και τα μέτρα εκτάκτου ανάγκης της κυβέρνησης για την προστασία του κοινού μείωσαν σημαντικά την παραγωγή και τη ζήτηση των πελατών. Οι λειτουργικές συνθήκες επιδεινώθηκαν για πρώτη φορά σε διάστημα περίπου τριών ετών, καθώς οι εταιρείες ανέφεραν τη χειρότερη απόδοση του μεταποιητικού τομέα που έχει καταγραφεί από την κρίση δημόσιου χρέους το 2015.
»Η πρόδηλη μεταβολή των συνθηκών υπογραμμίστηκε από τις αρνητικές προοπτικές σχετικά με την παραγωγή μέσα στο επόμενο έτος. Η απαισιοδοξία προέκυψε από τις ανησυχίες ως προς τη μεγάλη διάρκεια της εξάπλωσης και την περίοδο ανάκαμψης μετά την επανέναρξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Λόγω της χαμηλότερης ζήτησης, οι εταιρείες έκαναν επίσης περικοπές στον αριθμό των εργαζομένων με έντονο ρυθμό και μείωσαν τις τιμές πώλησης στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν τους πελάτες τους.
»Οι τρέχουσες προβλέψεις μας για τη βιομηχανική παραγωγή υποδεικνύουν γενική στασιμότητα της παραγωγής το πρώτο τρίμηνο. Υπό αυτές τις συνθήκες, η παραγωγή αναμένεται να μειωθεί κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου, ενώ η συρρίκνωση αναμένεται να ενταθεί με το πέρασμα του χρόνου, λόγω της αβεβαιότητας και του κλεισίματος των εργοστασίων παγκοσμίως».