Μίχαλος: Να προλάβουμε τις οικονομικές επιπτώσεις από τον κοροναϊό
Η Ελλάδα έχει άμεση ανάγκη από πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο, προκειμένου να καλύψει τις έκτακτες δαπάνες και να αντέξει στους οικονομικούς κραδασμούς που προκαλεί η επιδημία του κοροναϊού, χωρίς να αποκλίνει από την πορεία ανάκαμψης που ακολουθεί όλο αυτό το διάστημα, όπως σημειώνει σε δήλωσή του, ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών Κωνσταντίνος Μίχαλος.
Ο ίδιος αναφέρει ότι η χώρα μας αναμένει από την ηγεσία της Ευρωζώνης να δείξει, σε αυτή την περίπτωση, την απαιτούμενη αποφασιστικότητα ενώ προσθέτει ότι θα χρειαστούν εκτός από τα αντισταθμιστικά μέτρα από την πλευρά της Πολιτείας και κατάλληλες κινήσεις από την πλευρά των τραπεζών, ώστε να στηριχθούν οι επιχειρήσεις οι οποίες αντιμετωπίζουν προβλήματα ταμειακών ροών.
Ακολουθεί η δήλωση του κ. Μίχαλου αναλυτικά, με αφορμή την ανακοίνωση της πρώτης δέσμης οικονομικών μέτρων από μέρους των υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας:
«Η ανακοίνωση της πρώτης δέσμης μέτρων, από τα συναρμόδια υπουργεία Οικονομικών, Ανάπτυξης και Εργασίας, για τις επιχειρήσεις που επλήγησαν από τα μέτρα περιορισμού της εξάπλωσης του νέου κοροναϊού, ήταν ένα απαραίτητο θετικό βήμα με στόχο να περιοριστούν οι επιπτώσεις για τις τοπικές οικονομίες. Ωστόσο, με δεδομένο ότι η υγειονομική κρίση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, οι απειλές για την παγκόσμια, για την ευρωπαϊκή και - βεβαίως - για την ελληνική οικονομία θα ενταθούν στο επόμενο διάστημα και για την αντιμετώπισή τους θα απαιτηθούν περισσότερες και ακόμη πιο γενναίες παρεμβάσεις.
Ήδη από την προηγούμενη εβδομάδα, ο ΟΟΣΑ επισήμανε ότι ο νέος κοροναϊός αποτελεί το μεγαλύτερο κίνδυνο για την παγκόσμια οικονομία μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 - 2009 και αναθεώρησε προς τα κάτω την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη το 2020 στο 2,4%, με την προειδοποίηση ότι η επιβράδυνση μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερη, ανάλογα με την εξάπλωση της επιδημίας. Ειδικά για την Ευρωζώνη, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να μειωθεί στο 0,8%.
Στην Ελλάδα, πέρα από τα προβλήματα που δημιούργησε η αναστολή εκδηλώσεων σε περιοχές όπως η Πάτρα, η Ξάνθη και το Ρέθυμνο, έχουν ήδη αρχίσει να καταγράφονται σημαντικές ζημιές στον τουρισμό, εξαιτίας των απωλειών από την αγορά της Κίνας, αλλά και της ματαίωσης μεγάλων συνεδριακών διοργανώσεων. Όσο, μάλιστα, η χρονική και γεωγραφική εξάπλωση του ιού θα συνεχίζεται, οι συνέπειες για τον τουρισμό θα γίνονται όλο και πιο έντονες, ενώ ενδέχεται να επεκταθούν και σε άλλους σημαντικούς κλάδους της οικονομίας, όπως είναι το εμπόριο, οι εξαγωγές, οι εισαγωγές υλικών κ.ά.
Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστούν αντισταθμιστικά μέτρα από την πλευρά της Πολιτείας, αλλά και κατάλληλες κινήσεις από την πλευρά των τραπεζών, ώστε να στηριχθούν οι επιχειρήσεις οι οποίες αντιμετωπίζουν προβλήματα ταμειακών ροών, εξαιτίας των μέτρων περιορισμού της μετάδοσης του ιού.
Η λήψη αυτών των μέτρων προϋποθέτει την εξασφάλιση αρκετού δημοσιονομικού χώρου, τον οποίο σήμερα η Ελλάδα δεν διαθέτει, κυρίως εξαιτίας της δέσμευσης σε εξαιρετικά υψηλούς στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα. Είναι, λοιπόν, τώρα η στιγμή να υπάρξει ουσιαστική διεκδίκηση για το θέμα αυτό, απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους.
Είναι κατ' αρχήν αυτονόητο ότι θα πρέπει να γίνει χρήση της ευελιξίας που παρέχει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, για την εξαίρεση των δαπανών που οφείλονται σε έκτακτες καταστάσεις από τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα όλων των χωρών μελών της ευρωζώνης. Είναι, επίσης, απαραίτητο να εφαρμοστούν ουσιαστικές νομισματικές παρεμβάσεις και μέτρα πολιτικής, για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης και τη στήριξη της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης.
Ειδικά, όμως, για την Ελλάδα η οποία εξέρχεται από μακρόχρονη οικονομική κρίση, θα πρέπει απαραίτητα να γίνει αποδεκτή η μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα. Η χώρα έχει άμεση ανάγκη από πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο, προκειμένου να καλύψει τις έκτακτες δαπάνες και να αντέξει στους οικονομικούς κραδασμούς που προκαλεί η επιδημία του κοροναϊού, χωρίς να αποκλίνει από την πορεία ανάκαμψης που ακολουθεί όλο αυτό το διάστημα. Αναμένουμε από την ηγεσία της Ευρωζώνης να δείξει, σε αυτή την περίπτωση, την απαιτούμενη αποφασιστικότητα».