HSBC: Τα «κλειδιά» της ανάπτυξης 4%
Τις προϋποθέσεις για ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας 4%, όπως ορίζει ο κυβερνητικός στόχος, τα επόμενα χρόνια, δίνει η HSBC, καταγράφοντας τα συμπεράσματά της, μετά από το ταξίδι των στελεχών της στην Αθήνα, όπου πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις μεταξύ άλλων με το υπουργείο Οικονομικών, το υπουργείο Ανάπτυξης, τον οικονομικό σύμβουλο του πρωθυπουργού, την Κομισιόν και την ΤτΕΕ.
Σύμφωνα με τον οίκο, η κυβέρνηση θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον επιπλέον δημοσιονομικό χώρο για να εφαρμόσει περαιτέρω επεκτατική πολιτική, βοηθώντας με αυτό τον τρόπο την ανάπτυξη. Ο συνδυασμός υψηλότερων επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών, χαλαρότερης δημοσιονομικής στάσης και ελαφρά υψηλότερης παραγωγικότητας θα μπορούσε να αυξήσει τα επόμενα χρόνια την ανάπτυξη πιο κοντά -ή ακριβώς- στον δηλωμένο κυβερνητικό στόχο του 4%.
Η HSBC τονίζει ότι η κυβέρνηση έχει μια ισχυρή δέσμευση για εμπροσθοβαρείς μεταρρυθμίσεις και ανάληψη της ιδιοκτησίας τους, επισημαίνεται στην έκθεση που καταγράφει τις φοροελαφρύνσεις που ανακοινώθηκαν. Ο σχεδιασμός είναι να αξιοποιηθεί όποιος επιπρόσθετος δημοσιονομικός χώρος για μειώσεις φόρων (80%) και δαπάνες (20%). Προτεραιότητες είναι η μείωση και εν συνεχεία εξάλειψη της εισφοράς αλληλεγγύης, του ΕΝΦΙΑ και του φόρου στα εταιρικά κέρδη (στο 20% από το 24%).
Σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις καταγράφονται οι κινήσεις στο αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος», στο Ελληνικό, στη ΔΕΠΑ, στην Εγνατία και μικρότερες κινήσεις που αφορούν σε μαρίνες, περιφερειακά λιμάνια και real estate.
Ο κρίσιμος «κρίκος» που λείπει είναι οι επενδύσεις. Αποτελούν μόλις το 12% του ΑΕΠ, μισό από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Τα πράγματα όμως δείχνουν καλύτερα: το 2008, η χώρα έκανε ρεκόρ ξένων επενδύσεων, στα 3,4 δισ. ευρώ, ενώ το 2019 το ποσό ανέβηκε στα 4,1 δισ. ευρώ.
Η HSBC στέκεται και στο θέμα της αξιοποίησης των κοινοτικών κονδυλίων, επισημαίνοντας ότι η χώρα μπορεί να αξιοποιήσει περί τα 40 δισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία, τα οποία μάλιστα είναι σχεδόν δωρεάν (σ.σ. η χώρα πληρώνει μόνο 5% συμμετοχή στα Διαρθρωτικά Ταμεία).
Σε ό,τι αφορά τον έξτρα δημοσιονομικό χώρο επισημαίνεται ότι η Ελλάδα αναμένεται και το 2019 να υπερβεί τον στόχο του 3,5% και αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει περιθώρια κινήσεων. Παράλληλα, υπάρχει διαπραγμάτευση για μείωση του στόχου για το 2021. Επ’ αυτού υπάρχουν τρεις διαστάσεις: α) το αίτημα για πιο «μαλακή» προσαρμογή σε στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2023 και μετά («πάνω από 2% του ΑΕΠ», β) χρήση των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα (περίπου 0,6% του ΑΕΠ τον χρόνο), γ) έναν μηχανισμό που θα επιτρέπει στη χώρα να μεταφέρει υπερπλεονάσματα από τη μια χρονιά στην επόμενη.