Ο επτάλογος Στουρνάρα για τη θωράκιση της ελληνικής οικονομίας
Στα διδάγματα από την ελληνική οικονομική κρίση, τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες για το μέλλον αναφέρθηκε ο Γιάννης Στουρνάρας.
Σε ομιλία του στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, την ημέρα μνήμης του Ιωάννη και της Ανθής Γενναδίου, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος απαρίθμησε επτά προτεραιότητες στην οικονομική πολιτική, ώστε να αντεπεξέλθει η ελληνική οικονομία στους κινδύνους από την επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης.
H αύξηση των δημοσίων εσόδων με τη δραστική αντιμετώπιση της παραοικονομίας και την πάταξη της φοροδιαφυγής θα συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.
«Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η παραοικονομία ήταν, κατά μέσο όρο, πάνω από το 30% του ΑΕΠ την περίοδο 2009-2016. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να περιορίζονται τα δημόσια έσοδα, να αυξάνεται το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής για τους συνεπείς φορολογούμενους και να περιορίζονται οι διαθέσιμοι πόροι για τη χρηματοδότηση της υγείας, της παιδείας και των κοινωνικών δαπανών. Από εδώ και στο εξής απαιτείται περαιτέρω βελτίωση της φορολογικής διοίκησης, μεγαλύτερη έμφαση στους φορολογικούς ελέγχους, αλλά και επέκταση των ηλεκτρονικών πληρωμών σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες.
Επιπλέον, θα πρέπει να περιοριστεί το φορολογικό βάρος και να δοθεί έμφαση στην ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και στο άνοιγμα όλων των κλειστών επαγγελμάτων. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η δυνατότητα απόκρυψης εισοδημάτων, σε συνδυασμό με ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις και με την ύπαρξη μονοπωλίων ή ολιγοπωλίων σε ορισμένες επαγγελματικές δραστηριότητες, επιδρά αρνητικά στη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας, καθώς ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού επιλέγει είτε την αυτοαπασχόληση είτε τη δημιουργία μικρών επιχειρήσεων, όπου οι δυνατότητες φοροδιαφυγής είναι μεγαλύτερες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζεται το μέσο μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, γεγονός που δρα ανασταλτικά στις νέες επενδύσεις και στην συνολική αναβάθμιση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας», ανέφερε.
«Προκειμένου να περιοριστούν οι κίνδυνοι από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που προαναφέρθηκαν, αλλά και να υλοποιηθούν οι ευκαιρίες που συνδέονται με τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, προτείνονται από την Τράπεζα της Ελλάδος οι ακόλουθες γενικές προτεραιότητες στην οικονομική πολιτική:
1ον Η εφαρμογή μιας μακροχρόνιας δημοσιονομικής πολιτικής και ενός δημοσιονομικού μίγματος που θα αποβλέπουν στην ταχεία μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, χωρίς όμως να αποτελούν εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη.
Εκτιμάται από την Τράπεζα της Ελλάδος, μετά από τη διεξαγωγή άσκησης βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους με τη χρήση κατάλληλου υποδείγματος, ότι η μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα για το 2021 και το 2022 σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο από το σημερινό, δηλαδή κοντά στο 2,2% του ΑΕΠ αντί του 3,5% που ισχύει σήμερα (υπενθυμίζεται ότι μετά το 2022 ο μέσος όρος των πρωτογενών πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ θα είναι 2,2%) δεν θα επηρέαζε τη βιωσιμότητα του χρέους, ενώ θα ενίσχυε την οικονομική ανάπτυξη, σε συνδυασμό μάλιστα με την έγκαιρη υλοποίηση των απαραίτητων και συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων και του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων. Υπέρ της εκτίμησης αυτής συνηγορούν η σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων καθώς και η πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δανείου του ΔΝΤ που ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο.
2ον Η ριζική αντιμετώπιση των προκλήσεων στον τραπεζικό τομέα, που είναι το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC) και οι διάσπαρτες διατάξεις και ρυθμίσεις που καθορίζουν το πλαίσιο αφερεγγυότητας και πτώχευσης. Μια αποφασιστική λύση στα προβλήματα αυτά θα καταστήσει τις τράπεζες επενδυτικές ευκαιρίες και θα τους επιτρέψει να στρέψουν την προσοχή τους σε σύγχρονα επιχειρηματικά μοντέλα, στην αναζήτηση νέων επικερδών αναπτυξιακών ευκαιριών και δραστηριοτήτων, σε νέες τεχνολογίες και, πάνω απ’ όλα, στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
3ον Η ενίσχυση του “τριγώνου της γνώσης”, δηλ. της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, με την υιοθέτηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων που ενθαρρύνουν την έρευνα, διευκολύνουν τη διάδοση της τεχνολογίας, τονώνουν την επιχειρηματικότητα και ενισχύουν τους δεσμούς μεταξύ επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων.
4ον Η αντιμετώπιση της υψηλής ανεργίας. Τα ποσοστά ανεργίας των νέων, των γυναικών και των μακροχρόνια ανέργων παραμένουν υψηλά και αναδεικνύουν την ανάγκη διατήρησης της ευελιξίας της αγοράς εργασίας αφενός και εφαρμογής επιπρόσθετων στοχευμένων πολιτικών στήριξης της απασχόλησης για αυτές τις ομάδες αφετέρου.
5ον Η αντιστροφή του brain drain, δηλαδή της μαζικής φυγής στο εξωτερικό ενός σημαντικού τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, δεξιότητες και επαγγελματικά προσόντα. Το φαινόμενο αυτό επηρέασε σημαντικά το μέγεθος και την ποιότητα του εργατικού δυναμικού, επιδείνωσε τους δημογραφικούς δείκτες της χώρας και διεύρυνε το χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων. Συνεπώς, η χάραξη και η αξιόπιστη εφαρμογή μιας ολιστικής εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής που θα βασίζεται στην ενδελεχή ανάλυση των κλάδων παραγωγής, με σκοπό την ταυτοποίηση των απαιτούμενων δεξιοτήτων υψηλής εξειδίκευσης, είναι προτεραιότητα για την αναστροφή του φαινομένου (“brain regain”).
6ον Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής τους ώστε να καλύπτουν το σύνολο των τομέων όπου υστερεί η Ελλάδα σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας. Ενδεικτικά, οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, την επιτάχυνση των διαδικασιών για την απόκτηση (μέσω αγοραπωλησίας) και εγγραφή εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και για την έκδοση οικοδομικών αδειών και τη βελτίωση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση. Σύμφωνα με τους δείκτες διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας, υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης, ειδικά αν οι μεταρρυθμίσεις εστιάσουν στη βελτίωση του κράτους δικαίου και της ποιότητας του ρυθμιστικού περιβάλλοντος. Ο δρόμος της επιτάχυνσης της ανάπτυξης είναι δύσκολος και απαιτεί παρεμβάσεις μακριά από τις αγκυλώσεις που μέχρι σήμερα έχουν λειτουργήσει ως βαρίδι στην ανάπτυξη και στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Με άλλα λόγια, απαιτείται μια “νοοτροπία” που θα προωθεί την εφαρμογή των νόμων, τη λογοδοσία, την ορθή και ταχεία απονομή της δικαιοσύνης χωρίς παρεμβάσεις, την ποιότητα του ρυθμιστικού πλαισίου, και την εμπιστοσύνη στη σωστή λειτουργία και ανεξαρτησία των θεσμών του κράτους.
7ον Η αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης και γενικότερα της κρατικής λειτουργίας. Η μείωση της γραφειοκρατίας, οι ευκολότερες αδειοδοτήσεις, η εισαγωγή διεθνών λογιστικών προτύπων και σύγχρονων μεθόδων διοίκησης σε μεγάλους κρατικούς οργανισμούς και επιχειρήσεις, η ψηφιοποίηση των διαδικασιών και η εισαγωγή μεθόδων αξιολόγησης, καθώς και η αύξηση της κινητικότητας του προσωπικού εντός της δημόσιας διοίκησης, θα βελτιώσουν κατακόρυφα την παραγωγικότητα και τη διαφάνεια.