Υπό τον έλεγχο της Κομισιόν η Ελλάδα για υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες
Την Ελλάδα και ακόμη 12 χώρες-μέλη θέτει στο μικροσκόπιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συστήνοντας σε «σε βάθος αξιολόγηση» το 2020 για τον εντοπισμό και εκτίμηση της σοβαρότητας ενδεχόμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών. Η Κομισιόν στην έκθεσή της αναφέρεται στις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας που δεν έχουν ξεπεραστεί, όπως το δημόσιο χρέος, το υψηλό ποσοστό μη-εξυπηρετούμενων δανείων, σε συνθήκες υψηλής ακόμη ανεργίας, χαμηλής παραγωγικότητας και υποτονικής επενδυτικής δραστηριότητας.
Οι χώρες μέλη με μακροοικονομικές ανισορροπίες πρέπει να λάβουν μέτρα για την αντιμετώπισή τους ώστε να προετοιμασθούν για τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις και ενδεχόμενα μελλοντικά σοκ, υπογραμμίζει η Κομισιόν στην «έκθεση μηχανισμού προειδοποίησης». Η Ελλάδα, μαζί με την Ιταλία και την Κύπρο χαρακτηρίζονται ως χώρες με υπερβολικές ανισορροπίες, με την Κομισιόν να εντοπίζει ακόμη δέκα χώρες με ανισορροπίες που θα πρέπει να αντιμετωπισθούν: Βουλγαρία, Κροατία, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Ισπανία και Σουηδία.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, οι αστερίσκοι της Επιτροπής αφορούν «τα υψηλά επίπεδα κρατικού χρέους, αρνητική εξωτερική θέση και υψηλή αναλογία μη-εξυπηρετούμενων δανείων, σε συνδυασμό με υψηλή -παρότι μειώνεται- ανεργία και χαμηλή δυνητική ανάπτυξη», υπογραμμίζεται στην έκθεση. «Στους επικαιροποιημένους δείκτες αποτελεσμάτων, ορισμένοι δείκτες υπερβαίνουν το ενδεικτικό όριο, όπως η διεθνής θέση στον τομέα των καθαρών επενδύσεων (NIIP), το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης, καθώς και το ποσοστό ανεργίας». Επιπλέον, επισημαίνεται ότι «η βαθιά αρνητική εξωτερική θέση των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων συνίσταται σε μεγάλο βαθμό στις καθαρές οφειλές του χρέους, ιδίως το εξωτερικό δημόσιο χρέος, το οποίο κατέχεται κυρίως από τους πιστωτές του δημόσιου τομέα με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους».
H έκθεση αναφέρεται σε αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας που δεν έχουν ξεπεραστεί, όπως η «μέτρια αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ και το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που διευρύνθηκε το 2018» τα οποία «εμποδίζουν την ταχύτερη προσαρμογή» του χρέους. Επιπλέον, σημειώνεται πως «το ονομαστικό κόστος εργασίας ανά μονάδα παρουσίασε θετική αύξηση το 2018, στο πλαίσιο της σταθερής αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας» και ότι «οι αυξήσεις των μισθών οδήγησαν σε περαιτέρω αύξηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας, ενώ υπήρξαν κέρδη των μεριδίων αγοράς των εξαγωγών το 2018 για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά». «Το δημόσιο χρέος είναι πολύ υψηλό, αν και προβλέπεται σταδιακά να μειωθεί τα επόμενα χρόνια, ενώ η βιωσιμότητά του υποστηρίζεται από τα μέτρα ελάφρυνσης χρέους που συμφωνήθηκαν από τους Ευρωπαίους εταίρους το 2018. Οι πραγματικές τιμές των κατοικιών άρχισαν να αυξάνονται το 2018 μετά από μια δεκαετία πτώσης των τιμών», συνεχίζει η έκθεση.
Η Κομισιόν εστιάζει στα υψηλά επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων» τα οποία «μειώνονται με αργούς ρυθμούς», αλλά και στην ανεργία, η οποία ναι μεν υποχωρεί, «αλλά παραμένει πολύ υψηλή, ιδίως η μακροχρόνια ανεργία και η ανεργία των νέων».
Συνολικά, η οικονομική αξιολόγηση υπογραμμίζει τα ζητήματα που συνδέονται με το υψηλό δημόσιο χρέος, την αρνητική διεθνή επενδυτική θέση και το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, όλα σε ένα πλαίσιο υψηλής ανεργίας, χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας και υποτονικής επενδυτικής δραστηριότητας.
Ως εκ τούτου, καταλήγει η έκθεση, η Επιτροπή κρίνει «χρήσιμο, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τον εντοπισμό των υπερβολικών ανισορροπιών στην έκθεση του Φεβρουαρίου, να εξετάσει περαιτέρω την επιμονή των μακροοικονομικών κινδύνων και να παρακολουθήσει την πρόοδο στην εξάλειψη των υπερβολικών ανισορροπιών».