Νέες προειδοποιήσεις από την ΤτΕ για τα «κόκκινα» δάνεια
Τις προκλήσεις για την πορεία των ελληνικών τραπεζών, που «εξακολουθούν να είναι μεγάλες και αλληλένδετες» επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδας, στην έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη.
Όπως αναφέρει η ΤτΕ, «οισυνθήκες χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκαν, γεγονός που επενεργεί θετικά στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και στις δυνατότητές του να επιτελέσει το διαμεσολαβητικό του ρόλο» αναφέρει η ΤτΕ στην έκθεσή της και προσθέτει ότι το περιβάλλον περιβάλλον εξαιρετικά χαμηλών ή και αρνητικών επιτοκίων στην Ευρωζώνη αποτελεί σημαντική παράμετρο που επηρεάζει το κόστος χρηματοδότησης.
Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνεται, πως η πρόσβαση στις αγορές χρήματος για τις ελληνικές τράπεζες είναι ακόμη περιορισμένη και δεν έχει καταστεί εφικτή η μακροχρόνια χρηματοδότησή τους χωρίς την παροχή εξασφαλίσεων.
Ταυτόχρονα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, εκτός από την επίλυση του προβλήματος της ρευστότητας, καλείται να αντιμετωπίσει και άλλες πιο σημαντικές προκλήσεις, διαμηνύει η ΤτΕ. Αυτές, όπως εξηγεί, σχετίζονται με:
α) τον μεγάλο όγκο των κόκκινων δανείων
β) την οργανική κερδοφορία,
γ) την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού και
δ) την ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων
«Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι εν λόγω προκλήσεις είναι αλληλένδετες και, για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, είτε μεμονωμένα είτε συνολικά, πρέπει να ληφθεί υπόψη η αλληλεπίδραση των αποτελεσμάτων που θα επιφέρει κάθε μεμονωμένη προσέγγιση» προειδοποιεί η ΤτΕ.
Εξηγεί ότι η οργανική κερδοφορία των τραπεζών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διάρθρωση των στοιχείων του ενεργητικού τους. Η ύπαρξη ενός ιδιαίτερα υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) επηρεάζει αρνητικά την κερδοφορία, καθώς διατηρεί υψηλά το κόστος του πιστωτικού κινδύνου. Το κόστος αυτό με τη σειρά του περιορίζει το καθαρό περιθώριο κέρδους των τραπεζών.
Αξίζει να θυμίσουμε ότι η ΤτΕ έχει χαρακτηρίσει θετικό βήμα το σχέδιο Ηρακλής προειδοποιώντας, ωστόσο, πως αυτό δεν αρκεί για την αντιμετώπιση του φλέγοντος ζητήματος των κόκκινων δανείων.
Η εικόνα των κόκκινων δανείων
Το απόθεμα των ΜΕΔ συρρικνώθηκε περαιτέρω και διαμορφώθηκε τον Ιούνιο του 2019 σε 75,4 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 7,9% ή 6,4 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2018 (81,8 δισεκ. ευρώ) με στοιχεία εντός ισολογισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνολική μείωση των ΜΕΔ από το υψηλότερο σημείο τους, στο οποίο είχαν ανέλθει το Μάρτιο του 2016, έφθασε το 30% ή 31,8 δισ. ευρώ και σύμφωνα με την ΤτΕ «αναμφισβήτητα αποτελεί απόδειξη και επιβράβευση των προσπαθειών όλων των εμπλεκόμενων μερών». Εντούτοις, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων (43,6%) παραμένει ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απέχοντας πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 3%.
Η αντιμετώπισή τους
Στη νέα έκθεσή της η ΤτΕ αναφέρει ότι η πρόσφατη πρωτοβουλία του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS) κινείται στον άξονα βελτίωσης της ποιότητας των ισολογισμών των τραπεζών και αποτελεί θετική εξέλιξη, αλλά προσθέτει: «Ενώ αποτελεί σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, κρίνεται σκόπιμο να πλαισιωθεί από συμπληρωματικές ενέργειες προκειμένου αφενός να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το πρόβλημα του αποθέματος των ΜΕΔ, αλλά και αφετέρου να βελτιωθεί η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών».
Στο πλαίσιο αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος θυμίζει ότι έχει συστήσει ειδική ομάδα εργασίας η οποία επεξεργάζεται εναλλακτικές στρατηγικές και προτάσεις επί του αρχικού σχεδίου της σχετικά με τους τρόπους ταυτόχρονης μείωσης των ΜΕΔ και της αναβαλλόμενης φορολογίας, ως ποσοστό των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών. Στόχος είναι να ενισχυθεί με τον τρόπο αυτό η κερδοφορία και η ρευστότητα των τραπεζών σε μια πιο μόνιμη βάση.
Όπως επισημάινει η ΤτΕ η ανάγκη για οριστική αντιμετώπιση του υψηλού αποθέματος των κόκκινων δανείων, πέραν της ιδιαίτερης σημασίας του από άποψη χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, εδράζεται και στην ανάγκη για την ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, δεδομένου του υφιστάμενου πιστοδοτικού κενού.
«Η επιτυχής αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ όχι μόνο θα συμβάλει στη μείωση του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών, αλλά και θα διαμορφώσει τις συνθήκες για τη μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, καθώς η οικονομία ανακάμπτει με αποτέλεσμα την αύξηση της αποτίμησης των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων τους λόγω των υψηλότερων αποδόσεων του κεφαλαίου και των ακινήτων. Με τον τρόπο αυτό θα επιτρέψει στα πιστωτικά ιδρύματα να απελευθερώσουν κεφάλαια, τα οποία θα μπορέσουν να κατευθυνθούν στις πιο δυναμικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις» σημειώνει.