ΔΝΤ: Το πλεόνασμα, οι αστερίσκοι και η «βόμβα» για την πρώτη κατοικία
Ξεκάθαρη απάντηση για μία Ελλάδα με ευνοϊκότερο outlook έδωσε η κυβέρνηση στο ΔΝΤ μέσω του εκπροσώπου της στο Ταμείο, στον απόηχο της έκθεσης για την Ελλάδα, στην οποία υποτιμάται η πρόοδος της χώρας στο δημοσιονομικό μέτωπο.
Στην έκθεση του ΔΝΤ, η οποία «βλέπει» σήμερα το φως της δημοσιότητας, το Ταμείο επιμένει μεν σε χαμηλότερα πλεονάσματα, ζητεί δε κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας, για να βελτιωθεί η «κουλτούρα πληρωμών» στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τα στελέχη του Ταμείου, χρειάζεται να αποκατασταθεί η ικανότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα να στηρίξει την ανάπτυξη. Υπό αυτό το πλαίσιο καλωσορίζεται η προσπάθεια να γίνουν πιο φιλόδοξοι οι στόχοι μείωσης των κόκκινων δανείων, ενώ εκτιμάται ότι το σχέδιο Ηρακλής θα προσφέρει στήριξη. Παράλληλα, ωστόσο επισημαίνει τη σημασία του να υπάρξει μια περισσότερο περιεκτική, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική για την εκκαθάριση των ισολογισμών που θα στηρίζεται σε μηχανισμούς αγοράς (με όποια στήριξη από το δημόσιο να υπόκειται σε έλεγχο κόστους-ωφέλειας).
Αυτές οι προσπάθειες πρέπει να περιλαμβάνουν περαιτέρω βελτιώσεις στο νομικό πλαίσιο περιλαμβανομένης της αναμόρφωσης του πλαισίου προσωπικής πτώχευσης. Ζητείται η κατάργηση του πλαισίου προστασίας της πρώτης κατοικίας για να βελτιωθεί η «κουλτούρα πληρωμών», σημειώνει το ΔΝΤ
Η απάντηση Ψαλιδόπουλου
Σχολιάζοντας την έκθεση, ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Ταμείο, Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, υποστηρίζει πως οι ελληνικές αρχές εκτιμούν, και πράγματι οι εξελίξεις στις αγορές συμπίπτουν στο ότι το οικονομικό outlook είναι πολύ πιο ευνοϊκό απ’ ότι απεικονίζεται στην έκθεση», τονίζει χαρακτηριστικά.
Στην μακροσκελή του δήλωση, ο κ. Ψαλιδόπουλος επισημαίνει την πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή και τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν, τονίζοντας ότι εκφράσεις όπως η ελληνική ανάκαμψη «είναι πολύ μικρότερη από τις προσδοκίες» και «οι αρχές σε μεγάλο βαθμό απέτυχαν στις προσπάθειες να πετύχουν τον πολύ απαραίτητο μετασχηματισμό της οικονομίας» είναι ανακριβείς και δεν συνηγορούν σε μια ισορροπημένη ανάλυση των οικονομικών εξελίξεων την περίοδο των προγραμμάτων.
Βασική παράμετρος της ανάλυσης είναι η πρόβλεψη για μέτρια/μειούμενη ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και η ύπαρξη δημοσιονομικών ρίσκων. Η Αθήνα όμως επισημαίνει ότι έχει αναλάβει την «ιδιοκτησία» των μεταρρυθμίσεων και εκλέχθηκε με ατζέντα την εφαρμογή της. Υπό αυτό το πρίσμα υποστηρίζει ο κ. Ψαλιδόπουλος σημαντικό τμήμα των απαισιόδοξων προβλέψεων δεν υφίσταται.
Οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνει ο προϋπολογισμός του 2020 είναι πολύ πιο αισιόδοξες, ενώ σε αυτό συντείνουν και οι πρόδρομοι δείκτες. Χαρακτηριστικά σημειώνεται το ότι οι αποδόσεις των ομολόγων είναι σε ιστορικά χαμηλά, ελληνικές εταιρείες έχουν επίσης δανειστεί πολύ φθηνά (ΟΤΕ, Ελληνικά Πετρέλαια κ.τλ.) και ο δείκτης οικονομικού κλίματος είναι στο υψηλότερο επίπεδο από το 2008.
Απαριθμώντας τις κινήσεις της κυβέρνησης στο δημοσιονομικό μέτωπο σημειώνεται ότι στόχος είναι φιλικές προς την ανάπτυξη πολιτικές και επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Ωστόσο «καλωσορίζεται» η θέση του ΔΝΤ ότι πρέπει να μειωθούν οι στόχοι για το πλεόνασμα αλλά και να υπάρξει ένας μηχανισμός εξομάλυνσης σε περίπτωση αρνητικού σοκ.
Ο κ. Ψαλιδόπουλος χαρακτηρίζει «εξαιρετικά απαισιόδοξη» την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους. Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι στην αρχική μεθοδολογία των Θεσμών το κόστος χρηματοδότησης μέσω πενταετούς ομολόγου ήταν 3,4% του ΑΕΠ, αλλά σήμερα αυτό είναι στο 0,4%. Δεδομένης της σημαντικής συμμετοχής του επίσημου τομέα στο χρέος (σ.σ. που έχει σταθερά επιτόκια) είναι δύσκολο να εξηγηθεί η αύξηση κατά 800 εκατ. ευρώ των ετήσιων πληρωμών τόκων το 2019 έναντι του 2018 και κατά 300 εκατ. ευρώ το 2023 έναντι του 2022. Συνολικά είναι δύσκολο να εξηγηθεί γιατί η σημερινή έκθεση δείχνει πιο επιβαρυμένη την εικόνα έναντι αυτής του Μαρτίου παρότι υπήρξε τεράστια αποκλιμάκωση των spread, αναφέρει.
Οι χαμηλές «πτήσεις»
Το ΔΝΤ κάνει λόγο για χαμηλές «πτήσεις» σε επενδύσεις και παραγωγικότητα, δυσμενή δημογραφικά και προκλήσεις από το εξωτερικό συνθέτουν το σκηνικό για την ελληνική οικονομία, που για μία χώρα που απώλεσε το 25% του ΑΕΠ της κατά την κρίση, εξακολουθεί να εμφανίζει σχετικά χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Το ΔΝΤ βλέπει ρυθμούς ανάπτυξης 1,8% φέτος (ύστερα από 1,9% πέρυσι και έναντι στόχου για 2%) και 2,3% το 2020 (έναντι στόχου για 2,8% στον προϋπολογισμό). Οι εκτιμήσεις του Ταμείου εδώ είναι σε πλήρη σύμπνοια με εκείνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Όσον αφορά στον βασικό δημοσιονομικό στόχο, αυτόν του πρωτογενούς πλεονάσματος, αναμένει υπέρβασή του φέτος, στο 3,7% του ΑΕΠ. Για το 2020, ωστόσο, το βλέπει να υποχωρεί στο 3,1% του ΑΕΠ και για το 2021 και 2022 στο 2,7% και 2,6% αντίστοιχα. Υπολογίζει ότι θα κινηθεί στο 2,3% το 2023 και στο 2,2% το 2024. Υπενθυμίζεται ότι ο συμφωνημένος στόχος με τους Ευρωπαίους πιστωτές είναι πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2022 και 2,2% στη συνέχεια. Η Αθήνα θεωρεί ότι χάρη και στις ευνοϊκές συνθήκες στις αγορές ομολόγων, που βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του χρέους, μπορεί και θα πρέπει ο στόχος αυτός να χαμηλώσει για να δοθούν περισσότερες ανάσες στην οικονομική ανάπτυξη.
Όσον αφορά στο δημόσιο χρέος αναμένεται σταδιακή μείωσή του. Υπολογίζεται ότι θα διαμορφωθεί στο 176,5% του ΑΕΠ φέτος για να υποχωρήσει στο 171,4% του ΑΕΠ το 2020 και στο 166,3% την αμέσως επόμενη χροινά. Το 2022 θα είναι στο 161%, το 2023 θα έχει υποχωρήσει στο 155,6% και το 2024 θα στο 152% του ΑΕΠ.
«Καμπανάκι» για την ανάπτυξη
Το πρώτο εξάμηνο του 2019, όπως αναφέρει η έκθεση, η επιβράδυνση ήταν αποτέλεσμα των αδύναμων ιδιωτικών επενδύσων και της υποεκτέλεσης των δημόσιων επενδύσεων. Μεσοπρόθεσμα, όπως σημειώνει, ως βαρίδι στην ανάπτυξη, λειτουργούν τα δυσμενή δημογραφικά και τη χαμηλή παραγωγικότητα, ενώ και η εξωτερική θέση «είναι πιο αδύναμη από ό,τι δείχνουν μεσπρόθεσμα θεμελιώδη».
Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι είναι επίσης αισθητοί, προειδοποιεί το Ταμείο. Σε αυτούς περιλαμβάνονται ο αυξανόμενος προστατευτισμός και η πιο αδύναμη παγκόσμια ανάπτυξη, τα εμπόδια σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις και μία ενδεχόμενη περαιτέρω επιδείνωση των ισολογισμών των τραπεζών. Ωστόσο, σημειώνει, πως οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές θα είναι πιο ισορροπημένες, ειδικά εάν οι φιλικές στην ανάπτυξη μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης μεταφραστούν σε πιο γρήγορα αποτελέσματα και οι αγορές αντιδράσουν ευνοϊκά σε πρόσθετη πρόοδο.
... Αλλά και εύσημα στην κυβέρνηση
Οι εκτελεστικοί διευθυντές του Ταμείου αναγνωρίζουν την πρόοδο των αρχών στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, όπως και την συνεχή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αλλά υπογραμμίζουν ότι οι σημαντικές προκλήσεις επιμένουν. Σε αυτό το πλαίσιο αξιολογούν θετικά τη νέα δέσμευση της κυβέρνησης για φιλικές στην ανάπτυξη πολιτικές και καλωσορίζουν τις πρώτες δράσεις της. Ωστόσο ξεκαθαρίζουν ότι απαιτείται διαρκής και βαθύτερη φαρμογή των μεταρρυθμίσεων, με την ανάπτυξη μίας πλήρους γκάμας εργαλείων πολιτικής, όπως και ισχυρή πολιτική βούληση για την αντιμετώπιση των κατεστημένων συμφερόντων, προκειμένου να δοθεί ουσιαστική ώθηση στις επενδύσεις, την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
Το αφορολόγητο
Οι διευθυντές στηρίζουν επίσης την απόφαση των ελληνικών αρχών να μειώσουν τους άμεσους φόρους, αλλά ζητούν «πιο φιλόδοξες προσπάθειες για διεύρυνση της φορολογικής βάσης και ενίσχυση της συμμόρφωσης στην πληρωμή των φόρων». Η διεύρυνση της βάσης αναφέρεται βεβαίως στο αφορολόγητο όριο, που σύμφωνα με το ΔΝΤ θα πρέπει να πέσει, ενώ η συμμόρφωση έχει να κάνει με τους μηχανισμούς πάταξης της φοροδιαφυγής.
Οι δαπάνες
Ζητούν επίσης στροφή στις προτεραιότητες των δαπανών προς περισσότερες επενδύσεις και στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες, αλλά και ενίσχυση της διαχείρισης του δημοσινομικού ρίσκου.
Το πλεόνασμα
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση ένας αριθμός διευθυντών πιστεύει ότι οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να επιδιώξουν συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους τους προς έναν χαμηλότερο στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα που θα στηρίζει τους στόχους της ανάπτυξης. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, αφού σταθερά εδώ και χρόνια το ΔΝΤ θεωρεί τους συμφωνηθέντες στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα μη ρεαλιστικούς και επιζήμιους για την ανάπτυξη. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί πως η έκθεση αναφέρει ότι «ένας αριθμός άλλων διευθυντών, όμως, τάχθηκε υπέρ της διατήρησης του στόχου, που όπως είπε συμφωνήθηκε με βάση τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες και τις επιπτώσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους».
Και οι τράπεζες
Οι διευθυντές έδωσαν έμφαση στην σπουδαιότητα της αποκατάστασης της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα και της δυνατότητάς του να στηρίξει την πραγματική οικονομία και την ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό υποδέχονται με ικανοποίηση τους φιλόδοξους στόχους για μείωση των κόκκινων δανείων, σημειώνοντας ότι το σχέδιο Ηρακλής μπορεί να βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο ζητούν παράλληλα πιο πιο συνεκτική, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική για την εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών, που θα στηρίζεται σε μηχανισμούς της αγοράς. Αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει τη βελτίωση του νομικού πλαισίου, μία αναθεώρηση του νόμου για την πτώχευση ιδιωτών, που θα αίρει την προστασία της πρώτης κατοικίας.