Επενδύσεις για την ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ, ζητά η EBRD
Σε υποβάθμιση των προβλέψεων της για την ελληνική οικονομία τόσο για το 2019 όσο και για το 2020 προχώρησε την Τετάρτη η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), θέτοντας τις προκλήσεις για την πορεία του ΑΕΠ της Ελλάδας το επόμενο χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, η οικονομική ανάκαμψη που ξεκίνησε το 2017 συνεχίστηκε το 2018 και το πρώτο εξάμηνο του 2019, αν και με ελαφρώς βραδύτερο ρυθμό από ό, τι αναμενόταν, με ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 1,9% το 2018 και ετήσιο ρυθμό αύξησης 1,5% κατά το πρώτο εξάμηνο του 2019.
Σύμφωνα με την EBRD οι εξαγωγές των αγαθών και των υπηρεσιών παραμένουν μακράν η βασική κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης, την ώρα που η ιδιωτική κατανάλωση διατηρεί θετικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη και η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται σε 17% τον Αύγουστο του 2019.
Όπως αναφέρει το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης ανήλθε στο 4,4% του ΑΕΠ το 2018, πολύ πάνω από τον στόχο του 3,5% και βρίσκεται σε καλό δρόμο για την επίτευξη αυτού του στόχου το 2019, ενώ σημειώνεται πως τα Capital Controls έχουν αρθεί από την 1η Σεπτεμβρίου 2019.
Αυτές οι βελτιωμένες συνθήκες -σύμφωνα με την έκθεση- έχουν ενισχύσει την εμπιστοσύνη των αγορών και των επενδυτών και θα μπορούσαν τελικά να οδηγήσουν σε αύξηση των επιχειρηματικών επενδύσεων, με τον δείκτη οικονομικού αισθήματος να φτάνει σε επίπεδα ρεκόρ των τελευταίων 12 ετών.
Όσον αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, οι επενδύσεις είναι το κλειδί για την πλήρη οικονομική ανάκαμψη και αναμένεται να αυξηθούν καθώς βελτιώνεται η υγεία του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Ωστόσο, όπως αναφέρει η EBRD τα «κόκκινα» δάνεια παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, αλλά θα πρέπει να μειωθούν σημαντικά με την πάροδο του χρόνου, μια προσδοκία που ενισχύθηκε από την έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον Οκτώβριο του 2019, ενός νέου καθεστώτος προστασίας, του σχεδίου «Ηρακλής».
Η οικονομική ανάπτυξη εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του μεγέθους και του ρυθμού μείωσης των NPLs, καθώς και της ικανότητας της κυβέρνησης να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις, επισημαίνεται στην έκθεση.