Στο 2,8% ο στόχος για την ανάπτυξη το 2020
Το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο θεωρεί πως ο στόχος για ρυθμό ανάπτυξης κατά 2% φέτος «εμπίπτει εντός του εύρους των προβλέψεών του και θεωρείται αισιόδοξος αλλά εφικτός».
Αν καταστεί εφικτός, τότε «ο στόχος για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8% το 2020 θεωρείται μεν ιδιαίτερα απαιτητικός, αλλά με αφετηρία τον θετικό αντίκτυπο του 2019, είναι υπό προϋποθέσεις επιτεύξιμος».
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην έκθεση αξιολόγησης των μακροοικονομικών προβλέψεων, ο στόχος για ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,0% το 2019 εμπίπτει εντός του εύρους των προβλέψεών του και θεωρείται αισιόδοξος αλλά εφικτός. Υπό την προϋπόθεση ότι θα επιτευχθεί το +2,0% για το 2019, ο στόχος για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8% το 2020 «θεωρείται μεν ιδιαίτερα απαιτητικός, αλλά με αφετηρία τον θετικό αντίκτυπο του 2019, είναι υπό προϋποθέσεις επιτεύξιμος».
Σύμφωνα με τους ειδικούς του ΕΔΣ οι δύο συνιστώσες του ΑΕΠ που θα καθορίσουν την τελική διαμόρφωση του ρυθμού μεγέθυνσης για το 2020 είναι η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις.
Ιδιαίτερη βαρύτητα, όπως επισημαίνουν, πρέπει να δοθεί στην αντιμετώπιση των ανασχετικών παραγόντων της πιστωτικής επέκτασης, στην διασφάλιση του στόχου των δημοσίων επενδύσεων και στην ενίσχυση των ιδιωτικών.
«Με βάση τα παραπάνω, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα προς το παρόν και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν νέα περιοριστικά μέτρα το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο υιοθετεί τις μακροοικονομικές προβλέψεις του Προσχέδιου του Προϋπολογισμού 2020. Λεπτομερής αξιολόγηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών επιδόσεων και των προβλέψεων θα περιληφθεί στην προσεχή εξαμηνιαία έκθεση του ΕΔΣ, η οποία θα δημοσιευτεί εντός του Νοεμβρίου 2019» αναφέρεται στην αξιολόγηση.
Αναλυτικότερα το ΕΔΣ επισημαίνει τα ακόλουθα σημεία:
α. Οι ρυθμοί μεταβολής του 2019 βασίζονται σε στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το α’ και β’ τρίμηνο του έτους και προβλέψεις για το β΄ εξάμηνο. Με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το γ΄ τρίμηνο που θα είναι διαθέσιμα το Δεκέμβριο, είναι πιθανό να αναθεωρηθούν αυτές οι προβλέψεις. Για το σύνολο του 2019, η εκτίμηση του Υπουργείου Οικονομικών για άνοδο του ΑΕΠ κατά 2,0% είναι πιο αισιόδοξη από το κεντρικό σενάριο των προβλέψεων του ΕΔΣ (αύξηση του ΑΕΠ 2019 περί το 1,8%).
β. Οι ρυθμοί μεταβολής που αφορούν στο 2020 είναι πολύ πιο αισιόδοξοι σε σχέση με τους στόχους του Προγράμματος Σταθερότητας 2019-2022. Η πρόβλεψη του Υπουργείου Οικονομικών για αύξηση του ΑΕΠ το 2020 βρίσκεται εντός του εύρους των οικονομετρικών προβλέψεων του ΕΔΣ (με σταθερές τιμές του πετρελαίου και χωρίς τις επιπτώσεις του Brexit).
γ. Επιπλέον, οι αναφερόμενοι ρυθμοί μεταβολής για το 2020 γενικώς αποκλίνουν αισθητά προς τα πάνω σε σχέση με τις αντίστοιχες προβλέψεις που έχουν δημοσιοποιήσει διεθνείς οργανισμοί (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο).
δ. Η εκτίμηση από το Υπουργείο Οικονομικών για διαρθρωτικό πλεόνασμα της τάξης του 2,7% του δυνητικού ΑΕΠ για το 2019 και 1,8% του δυνητικού ΑΕΠ για το 2020, έτσι όπως περιλαμβάνεται στο Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2020, εμπίπτει στα όρια που τίθενται στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο.
Ειδικότερα Σχόλια για το 2020
1. Ιδιωτική κατανάλωση: Η αύξησή της κατά 1,8% είναι σημαντικά υψηλότερη σε σχέση με τους στόχους του Προγράμματος Σταθερότητας 2019-2022. Η αναθεώρηση αυτή θεωρείται πολύ αισιόδοξη, λαμβανομένου υπόψη ότι το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους η ιδιωτική κατανάλωση βρίσκεται σε ελαφρά κάμψη (0,4%), σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2018.
Ωστόσο η περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας και η ενδεχόμενη βελτίωση του οικονομικού κλίματος μπορεί να οδηγήσει σε τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ακόμη, η αύξηση του κατώτατου μισθού και τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ψηφισθεί εντός του 2019 (χορήγηση «13ης σύνταξης», αναπροσαρμογές στις συντάξεις χηρείας, μειώσεις των συντελεστών ΦΠΑ, διεύρυνση μειώσεων ΕΝΦΙΑ), είναι αναμενόμενο να παράσχουν επιπρόσθετη υποστήριξη στην ιδιωτική κατανάλωση, εφόσον δεν αποδυναμωθούν από κάποιο νέο περιοριστικό μέτρο στις συντάξεις, στις αντικειμενικές αξίες υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ ή στο ύψος του αφορολόγητου. Ο σημαντικότερος παράγοντας ο οποίος θα μπορούσε να επιδράσει καταλυτικά στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι η πιστωτική επέκταση, η οποία εξακολουθεί να παραμένει σε αρνητικό έδαφος. Η σταδιακή υποχώρηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα διευκολύνει τις εμπορικές τράπεζες, ώστε να αυξήσουν τις χορηγήσεις δανείων, με άμεσα θετικό αντίκτυπο στην ιδιωτική κατανάλωση.
2. Δημόσια κατανάλωση: Η εκτίμηση για αύξηση της τάξης του 0,6% κρίνεται ως ρεαλιστική και ευθυγραμμίζεται πλήρως με την πρόβλεψη του Προγράμματος Σταθερότητας 2019-2022. Αποτελεί μέγεθος το οποίο τα τελευταία έτη, στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής, ήταν ουσιαστικά απόλυτα ελεγχόμενο.
3. Ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου: Το Υπουργείο Οικονομικών αναπροσαρμόζει προς τα πάνω σε σχέση με το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2019-2022 την ήδη αρκετά αισιόδοξη πρόβλεψη για τις επενδύσεις. Η εκτίμηση για σημαντική αύξηση των επενδύσεων το 2020 στηρίζεται κυρίως στη συμβολή του ιδιωτικού τομέα (+15,8%), ενώ και για τις δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί η ανάκαμψη και το 2020 με ρυθμό της τάξης του 7,6%. Η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων το 2020 αφορά σε όλες τις κατηγορίες επενδύσεων (εξοπλισμός, κατασκευές, κατοικίες κ.λπ). Το σενάριο του Υπουργείου Οικονομικών για τις πάγιες επενδύσεις θεωρείται αισιόδοξο, ωστόσο υπάρχουν πιθανότητες επίτευξης του στόχου λόγω των ευνοϊκότερων πιθανόν πιστωτικών συνθηκών, του περιορισμού της οικονομικής αβεβαιότητας μετά την πάροδο ενός εκλογικού έτους και της ενδεχόμενης βελτίωσης του οικονομικού κλίματος.
4. Εισαγωγές - Εξαγωγές: Οι προβλέψεις για το 2020 αναθεωρούν προς τα κάτω το σενάριο του Προγράμματος Σταθερότητας, τόσο για τις εξαγωγές (0,3 εκατοστιαίες μονάδες) όσο και για τις εισαγωγές (0,5 εκατοστιαίες μονάδες). Η αναθεώρηση ως προς τις εξαγωγές αξιολογείται ως ρεαλιστική, ενδεχομένως και συντηρητική, λόγω της μείωσης της ζήτησης που αναμένεται στις χώρες της ευρωζώνης, του «διεθνούς εμπορικού πολέμου» ο οποίος μαίνεται και της ανάκαμψης ανταγωνιστικών ως προς τον τουρισμό αγορών (π.χ. Τουρκία). Η επιβράδυνση της αύξησης των εισαγωγών με παράλληλη αύξηση του εισοδήματος είναι λιγότερο ρεαλιστική, λαμβάνοντας υπόψη τη θετική σχέση μεταξύ αύξησης του εισοδήματος και αύξησης των εισαγωγών καθώς και την πιθανή άνοδο των τιμών του πετρελαίου. Αποτελεί δύσκολα επιτεύξιμο σενάριο, χωρίς σημαντική βελτίωση της θέσης της χώρας στον διεθνή ανταγωνισμό. Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμώνται οι αρνητικές επιπτώσεις από το ενδεχόμενο υλοποίησης του Brexit.
5. Απασχόληση - Ανεργία: Η βελτίωση των δεικτών απασχόλησης - ανεργίας το α' εξάμηνο του 2019 οδήγησε σε αναθεώρηση, προς το ευνοϊκότερο, των προβλέψεων για το 2019 και το 2020 σε σχέση με το Πρόγραμμα Σταθερότητας. Το σενάριο για σταθερή συνέχιση της βελτίωσης της αγοράς εργασίας μπορεί να θεωρηθεί ρεαλιστικό, εφόσον το κλίμα των εργασιακών σχέσεων και οι ευρύτερες οικονομικές εξελίξεις δεν υποστούν μείζονες διαταραχές.
Συμπέρασμα: Το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο θεωρεί πως ο στόχος για ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,0% το 2019 εμπίπτει εντός του εύρους των προβλέψεών του και θεωρείται αισιόδοξος αλλά εφικτός.
Υπό την προϋπόθεση ότι επιτυγχάνεται το +2,0% για το 2019, ο στόχος για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8% το 2020 θεωρείται μεν ιδιαίτερα απαιτητικός, αλλά με αφετηρία τον θετικό αντίκτυπο του 2019, είναι υπό προϋποθέσεις επιτεύξιμος.
Οι δύο συνιστώσες του ΑΕΠ που θα καθορίσουν την τελική διαμόρφωση του ρυθμού μεγέθυνσης για το 2020 είναι η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις. Ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στην αντιμετώπιση των ανασχετικών παραγόντων της πιστωτικής επέκτασης, στη διασφάλιση του στόχου των δημοσίων επενδύσεων και στην ενίσχυση των ιδιωτικών. Με βάση τα παραπάνω, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα προς το παρόν και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν νέα περιοριστικά μέτρα, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο υιοθετεί τις μακροοικονομικές προβλέψεις του Προσχέδιου του Προϋπολογισμού 2020.
Σκυλακάκης: Θετικά μέτρα 1,2 δισ. στον προϋπολογισμό
Με αφορμή την κατάθεση του προσχεδίου του Προϋπολογισμού στη Βουλή από τον Υπουργό Οικονομικών κ. Χρήστο Σταϊκούρα, ο αρμόδιος Υφυπουργός Δημοσιονομικής Πολιτικής κ. Θόδωρος Σκυλακάκης έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2020 προβλέπει σημαντική αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης από το 1,5% που παρατηρήθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2019 στο 2,8% για το 2020. Σηματοδοτεί έτσι μια ριζική στροφή της οικονομικής πολιτικής από την υπερφορολόγηση και την αποεπένδυση, προς την ανάπτυξη, την απασχόληση και την αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων όλων των πολιτών.
Προβλέπει επίσης μείωση της ανεργίας (από το 17,4% στο 15,6%) και σημαντική αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,8%) και των επενδύσεων (+13,4%), που αντανακλούν στην αύξηση των διαθεσίμων εισοδημάτων όλων των πολιτών, μέσω της μείωσης των συντελεστών στη φορολογία εισοδήματος και της αναθέρμανσης της οικονομικής δραστηριότητας. Συνολικά τα μέτρα αναθέρμανσης της Οικονομίας μαζί με τις νέες κοινωνικές πρωτοβουλίες φτάνουν τα 1200 εκ. ευρώ και περιλαμβάνουν όλα όσα ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην πρόσφατη ομιλία του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, τα οποία αφορούν δημοσιονομικά το 2020.
Το 2020 λαμβάνονται ταυτόχρονα μέτρα διεύρυνσης της φορολογικής βάσης (ηλεκτρονικές συναλλαγές, φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας με βάση τις πραγματικές αξίες ακινήτων κ.α.) και εξορθολογισμού των δαπανών και των εσόδων της Γενικής Κυβέρνησης. Με τις δράσεις αυτές εξασφαλίζεται δημοσιονομικός χώρος για την μείωση της φορολογίας και την προώθηση της ανάπτυξης και ταυτόχρονα καλύπτεται το δημοσιονομικό κενό που κληρονόμησε η νέα κυβέρνηση για το 2020 (όπως και για το τρέχον έτος), με την ταυτόχρονη διασφάλιση του συμφωνηθέντος κατά πρόγραμμα πρωτογενούς πλεονάσματος, που θα ανέλθει το 2020 στο 3,56% του ΑΕΠ.
Ο προϋπολογισμός του 2020 θέτει τις βάσεις για τον τερματισμό της υπερφορολόγησης και της αποεπένδυσης που χαρακτήρισαν την περίοδο 2016-2018, στη διάρκεια της οποίας ασκήθηκε περιοριστική πολιτική ύψους 11,4 δισ. ευρώ, πέραν και επιπλέον των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που είχαν συμφωνηθεί με τους πιστωτές και δημιουργεί το δημοσιονομικό χώρο για την πυροδότηση ενός ενάρετου κύκλου οικονομικής προόδου για τα επόμενα χρόνια. Μια νέα κυβέρνηση εφαρμόζει μια καινούρια οικονομική πολιτική με την φιλοδοξία να θέσει τις βάσεις για μια νέα εποχή για την ελληνική οικονομία και κοινωνία.», καταλήγει ο κ. Σκυλακάκης.