«Διαβάζοντας» τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την ανάπτυξη β' 3μήνου
Τα αναλυτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία του ΑΕΠ εν μέρει προβληματίζουν.
Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία, η κατανάλωση αυξήθηκε λόγω δημόσιων δαπανών, οι οποίες ενισχύθηκαν κατά 5,3%, ενώ αντίθετα τα έξοδα νοικοκυριών στην αγορά, που είναι πιο σταθερή πηγή ανάπτυξης, μειώθηκαν κατά 0,7%.
Αρνητικό πρόσημο διαπιστώθηκε στις επενδύσεις, καθώς ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου έπεσε κατά 5,8%.
Αν και επιταχύνθηκε ο ρυθμός ανάπτυξης το δεύτερο τρίμηνο, εντούτοις είναι σαφές ότι η ελληνική οικονομία θα πρέπει να κάνει άλματα το επόμενο διάστημα για να πιάσει τις προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας για ανάπτυξη 2,3% το 2019 από 1,9% το 2018.
Άλλωστε, και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναθεωρήσει επί τα χείρω την πρόβλεψη της για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2019 εκτιμώντας ότι αυτός θα διαμορφωθεί στην περιοχή του 2,1% έναντι αρχικής εκτίμησης για 2,3%.
Η πρόβλεψη της Κομισιόν για το 2020 παραμένει για την ώρα σταθερή στο 2,2%.
Την ίδια στιγμή, ο κ. Μητσοτάκης επενδύει στο στοίχημα της προσέλκυσης επενδύσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για να μπορέσει η οικονομία να «τρέχει» με ρυθμούς πάνω από 3%, θα πρέπει ετησίως να γίνονται επενδύσεις άνω των 40 δισ. ευρώ.
Οι επενδυτικές ανάγκες της χώρας, για να στηριχθεί πραγματική οικονομική μεγέθυνση 3%-4% ετησίως, εκτιμώνται σε περίπου 210 δισ. ευρώ για την πενταετία 2018-2022, δηλαδή να γίνονται 42 δισ. ευρώ επενδύσεις ετησίως. Οι προβλεπόμενες ροές χρηματοδότησης για την ίδια περίοδο περιορίζονται περίπου στα 100 δισ. ευρώ, δημιουργώντας ένα αθροιστικό χρηματοδοτικό κενό της τάξης των 110 δισ. ευρώ.
Γύρω στο 4% τοποθετεί τον στόχο για τον ρυθμό ανάπτυξης η κυβέρνηση.Πρόκειται για αριθμό-κλειδί για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τους οικονομικούς αναλυτές, προκειμένου να στηριχτεί εκτός των άλλων και η μείωση των φόρων, αλλά κυρίως αυτό που ενδιαφέρει τις αγορές, η μείωση του δημοσίου χρέους.
Το ζήτημα του χρέους είναι μία δύσκολη εξίσωση, καθώς παραμένει πολύ μεγάλο σε σχέση με το οικονομικό μέγεθος της χώρας, δηλαδή σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) που είναι η αξία του συνόλου των προϊόντων και υπηρεσιών, που παράγει μια χώρα σε ένα χρόνο. Το ελληνικό χρέος αντιστοιχεί σε περισσότερο από 170% του ΑΕΠ και ο δείκτης αυτός είναι ο υψηλότερος στην Ευρωζώνη.
Εάν η Ελλάδα καταφέρει να περάσει σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, έτσι ώστε η οικονομία να μεγαλώσει, τότε χρέος θα μειωθεί σε σχετικούς όρους, δηλαδή σε βαθμό που να αντιστοιχεί σε μικρότερο ποσοστό σε σχέση με το ΑΕΠ.
Η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης θα φέρει μεγαλύτερα έσοδα, κλείνοντας «τρύπες» στον προϋπολογισμό, θα στηρίξει τη μείωση της φορολογίας και θα πείσει δανειστές και αγορές για τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Η ικανότητα της Ελλάδας να επιτύχει υψηλή ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια είναι το κλειδί, για να καθησυχαστούν οι επενδυτές όσον αφορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Αντίθετα, με χαμηλή ανάπτυξη, η Ελλάδα ενδέχεται να χρειαστεί περαιτέρω μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους σε 10-15 χρόνια, γεγονός που θα μπορούσε να δημιουργήσει ανησυχίες στις αγορές.
Η χαμηλότερη ανάπτυξη θα μπορούσε να αυξήσει το δημοσιονομικό έλλειμμα (ο κανόνας είναι ότι η μείωση της ανάπτυξης κατά 0,2% αυξάνει το έλλειμμα κατά 0,1% του ΑΕΠ), το οποίο αποτελεί και αυτό βασική κινητήρια δύναμη της βιωσιμότητας του χρέους. Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι μία πιο φιλική προς την ανάπτυξη δημοσιονομική στρατηγική, η οποία θα συμβάλει στην τόνωση της ανάκαμψης μεσοπρόθεσμα και θα στηρίξει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Εταιρική φορολογία
Για να αυξηθεί η τάση ανάπτυξης, θα πρέπει να υπάρξει μείωση των φόρων εισοδήματος των εταιρειών.
Κάτι που έχει αντιληφθεί ο πρόεδρος της ΝΔ, που δηλώνει ότι θα μειώσει την εταιρική φορολογία από το 28%, όπου είναι σήμερα σε 20% και ενώ η φορολογία μερισμάτων θα περιοριστεί στο 5% από 10%.
Άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία έχουν ήδη μειώσει τους εταιρικούς φόρους από το 2014/15 και 2015/16, αντίστοιχα. Ενώ μια μείωση του ΦΠΑ θα αυξήσει την κατανάλωση βραχυπρόθεσμα, το οποίο είναι ευπρόσδεκτο σε μια περίοδο ύφεσης, η περικοπή των εταιρικών φόρων θα ενισχύσει την τάση της ανάπτυξης μακροπρόθεσμα.