Ο ΣΕΒ για την προσφυγή στη Δικαιοσύνη για τον κατώτατο μισθό
Διευκρινήσεις για την προσφυγή που κατέθεσε στο ΣτΕ κατά της θεσμοθέτησης των προσαυξήσεων στον κατώτατο μισθό λόγω τριετίας από την προηγούμενη κυβέρνηση δίνει ο ΣΕΒ με νέα ανακοίνωσή του.
Ειδικότερα, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχάνων αφενός διευκρινίζει ότι από κοινού με έξι περιφερειακούς συνδέσμους (ΣΒΑΠ, ΣΒΘΚΕ, ΣΒΣΕ, ΣΕΒΙΠΕ&ΔΕ, ΣΘΕΒ, ΠΑ.ΣΕ.ΒΙ.ΠΕ.) κατέθεσε αίτηση ακύρωσης στις 17 Απριλίου, και όχι λίγες ημέρες πριν τις εκλογές, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) κατά της εν λόγω εγκυκλίου.
Αφετέρου, ως προς το τυπικό μέρος, σημειώνει πως «οι τριετίες έχουν καταργηθεί όσον αφορά τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό και το κατώτατο ημερομίσθιο, βάσει του άρθρου 103 του ν.4172/2013 όπως ισχύει, και μετά την προσθήκη με το άρθρο πρώτο υποπαρ.ΙΑ.6 περ.2 του Ν.4254/2014. Οι τριετίες ίσχυαν με αναστολή, για όσους τις δικαιούνταν μέχρι το 2012 (έως ότου η ανεργία διαμορφωθεί σε ποσοστό κάτω του 10% αναστέλλεται η προσαύξηση του νομοθετικώς καθορισμένου νόμιμου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για προϋπηρεσία, που συμπληρώνεται μετά την 14.2.2012). Ίσχυαν επίσης με αναστολή έως ότου τεθεί σε εφαρμογή το άρθρο 103 του ν.4172/2013, όπως είχε τροποποιηθεί και ισχύει».
Παράλληλα, επισημαίνει πως με την προσφυγή τους ο ΣΕΒ, ο ΣΒΑΠ, ο ΣΒΘΚΕ, ο ΣΒΣΕ, ο ΣΕΒΙΠΕ&ΔΕ, ο ΣΘΕΒ και ο ΠΑ.ΣΕ.ΒΙ.ΠΕ. «άσκησαν το νόμιμο δικαίωμά τους απέναντι σε ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο κακοδιοίκησης, δηλαδή να εξουδετερώνεται ή να αλλοιώνεται η νομοθεσία διά της έκδοσης εγκυκλίων, όπως συνέβη με την προσβαλλόμενη εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας».
Ο ΣΕΒ κάνει και μια «ουσιαστική παρατήρηση», θεωρεί πως «η χρεοκοπία, η δεκαετής κρίση που βιώσαμε όλοι, πολίτες, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι, και τα τέσσερα μνημόνια θα έπρεπε να καταστήσουν κατανοητό ότι η προέλευση και η αιτία τους ήταν ότι δανειζόμασταν για να καταναλώνουμε, υποσκάπτοντας κι απομειώνοντας την εγχώρια παραγωγή και την ανταγωνιστικότητά της. Το ύψος των μισθών που αντέχει να πληρώνει μία οικονομία δεν μπορεί να εξαρτάται από τις επιθυμίες ή τις καλές προθέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης, αλλά από την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της οικονομίας, καθώς και το μέγεθος της ανεργίας και της αδήλωτης εργασίας. Στο σημερινό εργασιακό και μισθολογικό περιβάλλον αποτελεί μείζονα προτεραιότητα η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων με μείωση στη φορολογία της εργασίας και μείωση των εισφορών. Ο ΣΕΒ έχει επανειλημμένως τονίσει ότι ο στόχος για πολλές και καλοπληρωμένες δουλειές στη χώρα συνδέεται άμεσα με τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας της. Και εκεί πρέπει να δοθεί το βάρος κατά τα επόμενα χρόνια» υπογραμμίζει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών.
Αναλυτικά, στην προσφυγή του ΣΕΒ στο ΣτΕ υποστηρίζεται ότι:
*εισάγονται παρά τον φαινομενικά ερμηνευτικό της χαρακτήρα, νέες αυτοτελείς ρυθμίσεις περί καθορισμού κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, ορίζοντας ότι τα προβλεπόμενα με την υπ' αριθμ 30/1/2019 υπουργική απόφαση περί καθορισμού κατώτατου μισθού και ημερομισθίου ποσά, θα προσαυξάνονται λόγω προϋπηρεσίας (τριετία).
*Η προσβαλλόμενη εγκύκλιος, αποτελεί έτσι εκτελεστή πράξη της διοίκησης με κανονιστικό χαρακτήρα, η οποία θίγει τα επαγγελματικά και οικονομικά συμφέροντα ημών και των μελών μας.
*"Η αύξηση με την προσβαλλομένη, του ύψους του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και του αντίστοιχου ημερομισθίου δια της προσθήκης προσαυξήσεων λόγω τριετιών, χωρίς νομοθετικό έρεισμα και χωρίς να έχει τηρηθεί η κατά νόμο προβλεπόμενη ως ουσιώδης τύπος διαδικασία της διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της Κυβέρνησης, ήδη αποτελεί ενεστώσα οικονομική επιβάρυνση για σημαντικό ποσοστό των μελών μας".
Τέλος σημειώνεται ότι η προσφυγή κατατέθηκε στο ΣτΕ παραμονές εκλογών και θα συζητηθεί στις 8 Οκτωβρίου 2019.
Από την πλευρά της η ΓΣΕΕ, με ανακοίνωση της σήμερα ξεκαθαρίζει πως «η ΓΣΕΕ έχει τοποθετηθεί ρητά και με σαφήνεια ήδη από τον Φεβρουάριο του 2019 οπότε και εκδόθηκε η επίμαχη Εγκύκλιος του Υπουργείου Εργασίας.
Η Συνομοσπονδία υπενθύμισε ότι η αναγνώριση της επαγγελματικής προϋπηρεσίας των εργαζομένων δεν είναι ζήτημα "πολιτικής βούλησης", αλλά συλλογική εργατική κατάκτηση, η οποία οφείλει να αντιμετωπίζεται με θεσμική και νομική σοβαρότητα.
Επίσης, η ΓΣΕΕ έχοντας κατορθώσει με σειρά προσφυγών και αγώνων την αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα σειράς μνημονιακών αντεργατικών μέτρων, ζήτησε την άμεση κατάργησή τους, δεδομένου ότι η διατήρησή τους σε ισχύ επιτείνει τη σύγχυση και ενισχύει την πολυσχιδή εργοδοτική παραβατικότητα.
Όσο τα αιτήματα αυτά παραμένουν εκκρεμή, η ευθύνη για την εργασιακή ζούγκλα θα μεγαλώνει, καλλιεργώντας βέβαια τις εργοδοτικές προσδοκίες για επιχειρηματικότητα χωρίς αυστηρή εργατική προστασία'»