Alpha Bank: Οι προκλήσεις για τις ΜμΕ
Οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ) στην Ελλάδα και ο ρόλος τους στην οικονομική ανάπτυξη απασχολεί το τελευταίο εβδομαδιαίο δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές οι ΜμΕ αποτελούν βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, καθώς αντιπροσωπεύουν το 99,9% των επιχειρήσεων του μη-χρηματοπιστωτικού τομέα, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα κλάδων οικονομικής δραστηριότητας, απασχολούν το 87% του εργατικού δυναμικού και συμβάλλουν κατά 64% στην παραγωγή προστιθέμενης αξίας.
Πέραν, όμως, του οικονομικού τους αποτυπώματος, ο ρόλος των ΜμΕ είναι κομβικός για τη διασφάλιση της σταθερότητας του κοινωνικού ιστού αλλά και του παραγωγικού μετασχηματισμού, μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, της διάχυσης καινοτόμων τεχνολογιών, αλλά και της σταδιακής προσαρμογής τους στη νέα ψηφιακή οικονομία.
Η Ελλάδα κατέχει μια από τις υψηλότερες θέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με βάση την πυκνότητα των ΜμΕ στο συνολικό πληθυσμό. Συγκεκριμένα, η χώρα διαθέτει 6,2 ΜμΕ ανά 100 κατοίκους, έναντι 4,5 που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ-28. Η μεγάλη πυκνότητα των ΜμΕ συμβαδίζει με την υψηλή συμβολή των ΜμΕ στην απασχόληση (ΣΕΒ-Ernst & Young, Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, 2017). Επιπλέον, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη (OECD, SME and Entrepreneurship Outlook, 2019), το ποσοστό συμμετοχής των ΜμΕ στη συνολική απασχόληση στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με την Ελλάδα και διαμορφώνεται μόλις στο 60%. Στην Ελλάδα οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (1-9 άτομα) αντιπροσωπεύουν τη συντριπτική πλειονότητα (97,3%) των μη-χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και απασχολούν περίπου 6 στους 10 εργαζόμενους, ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ, οι αντίστοιχες επιχειρήσεις απασχολούν 3 στους 10 εργαζόμενους. Αντίστοιχα, στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (10-249 άτομα) εργάζονται 3 στους 10 απασχολούμενους (ΟΟΣΑ: 4 στους 10) και μόνο 1 στους 10 απασχολείται σε μεγάλη επιχείρηση (>250 άτομα).
Παρά το γεγονός ότι οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις κατέχουν συνολικά υψηλότατο μερίδιο στην απασχόληση (75%), εντούτοις οι θέσεις εργασίας που προσφέρουν παράγουν μόνο τα 2/5 της συνολικής προστιθέμενης αξίας της οικονομίας. Αντιθέτως, οι θέσεις εργασίας στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις (>50 άτομα) παράγουν υψηλότερη προστιθέμενη αξία - 22,4% και 35,9% αντίστοιχα - με πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία.
Κλαδική Σύνθεση, Μέγεθος Επιχειρήσεων και Οικονομίες Κλίμακας
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης οι ΜμΕ, οι οποίες στηρίζονταν κυρίως στην εγχώρια ζήτηση υπέστησαν σοβαρά πλήγματα, ενώ παράλληλα στράφηκαν, στο βαθμό που είχαν τη δυνατότητα, προς τις διεθνείς αγορές, αυξάνοντας τις εξαγωγές τους και συμβάλλοντας έτσι στη μείωση του διογκωμένου ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Η στροφή αυτή έλαβε χώρα κυρίως από τις μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες, λόγω μεγαλύτερου μεγέθους και οικονομιών κλίμακας που αυτό συνεπάγεται, προσαρμόσθηκαν ομαλότερα στην κρίση και ενέτειναν την εξαγωγική τους δραστηριότητα. Αντίθετα, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις αντιμετώπισαν μεγαλύτερες δυσκολίες λόγω των πολύ περιορισμένων εξαγωγών τους. Άλλωστε, σύμφωνα με την έρευνα του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, μόνο το 9,7% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι ασκεί εξαγωγική δραστηριότητα.
Παρά τις σημαντικές απώλειες που υπέστη η ελληνική μικρομεσαία επιχειρηματικότητα κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης σε όρους προϊόντος, ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας, υπήρξαν κλάδοι οι οποίοι επέδειξαν σχετική ανθεκτικότητα σε όρους απασχόλησης. Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, οι υπηρεσίες φιλοξενίας, εξόρυξης και τροφίμων κατέγραψαν σχετικά μικρή μείωση στην απασχόλησή τους κατά την περίοδο της οικονομικής ύφεσης (-15% έως -20%), ενώ κλάδοι όπως ένδυση, δερμάτινα προϊόντα, ξυλεία, χαρτί και κατασκευές σημείωσαν μεγαλύτερη πτώση (-50% έως -60%). Ωστόσο, υπήρξαν και κλάδοι οι οποίοι αύξησαν την απασχόλησή τους κατά την υφεσιακή περίοδο, όπως τα πετρελαιοειδή και η ύδρευση (+100%).
Τα υψηλότερα μερίδια στην απασχόληση των ΜμΕ παρατηρούνται στη μεταποίηση και τις υπηρεσίες, τομείς οι οποίοι καταγράφουν στην Ελλάδα υψηλότερα μερίδια από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Από την άλλη πλευρά, οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν υψηλότερα μερίδια στο σύνολο της απασχόλησης, κυρίως σε κλάδους εντάσεως κεφαλαίου, όπως ενέργεια, παράγωγα πετρελαίου και φαρμακευτικά προϊόντα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, πάνω από τις μισές θέσεις εργασίας σε νέες ΜμΕ στη χώρα δημιουργούνται στους κλάδους των καταλυμάτων και εστίασης και του εμπορίου (29% και 28% αντίστοιχα). Άλλοι κλάδοι όπως οι κατασκευές (8%), οι μεταφορές και αποθήκευση (6%) και η μεταποίηση (6%) έπονται με μεγάλη διαφορά. Ειδικότερα, από τους υπο-κλάδους της μεταποίησης, τα τρόφιμα και ποτά συνεισφέρουν περίπου κατά το 30% στο σύνολο των απασχολουμένων της μεταποίησης, δηλαδή κατά το μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με τους άλλους μεταποιητικούς κλάδους (ήτοι 2% στο σύνολο των απασχολουμένων). Επιπλέον, κλάδοι υψηλής παραγωγικότητας όπως οι επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες και ο κλάδος ενημέρωσης και επικοινωνίας (ICT) συνεισφέρουν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας με ποσοστά της τάξης του 12% και 3% αντίστοιχα.
Δεδομένης της σημασίας της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας για την ελληνική οικονομία, θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στη μεγέθυνσή της (scale-up) σε όρους κλίμακας παραγωγής. Εξετάζοντας τη σχέση παραγωγικότητας της εργασίας (ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο) και μεγέθους της επιχείρησης, προκύπτει ότι στην Ελλάδα η σχέση αυτή είναι θετική. Συγκεκριμένα, η παραγωγικότητα της εργασίας των πολύ μικρών επιχειρήσεων ήταν χαμηλότερη σε σύγκριση με τις υπόλοιπες τάξεις μεγέθους, τόσο το 2008 όσο και το 2014, ενώ μειώθηκε σωρευτικά μεταξύ των δύο αυτών ετών κατά 12,5%. Η παραγωγικότητα της εργασίας των μικρών επιχειρήσεων το 2014 (€28.000 ανά εργαζόμενο) ήταν διπλάσια από αυτή των πολύ μικρών (€14.000 ανά εργαζόμενο), ενώ μειώθηκε σωρευτικά κατά 17,6% το διάστημα 2008-2014. Οι μεσαίες επιχειρήσεις παρουσιάζουν την υψηλότερη παραγωγικότητα εργασίας σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ΜμΕ, η οποία αυξήθηκε στις €39.000 ανά εργαζόμενο το 2014.
Προκλήσεις για τη Μικρομεσαία Επιχειρηματικότητα
Παρά τη βελτίωση που έχει σημειωθεί σε αρκετούς οικονομικούς δείκτες, έπειτα από μια παρατεταμένη περίοδο ύφεσης και αυστηρής προσαρμογής, οι ΜμΕ είναι αντιμέτωπες με μια σειρά προκλήσεων, όπως αυτές αναδείχθηκαν και από τη σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ:
• Πρώτον, η εξαγωγική δραστηριότητα των ΜμΕ παραμένει υποτονική, καθώς λιγότερο από το 10% των ΜμΕ εξάγουν τα προϊόντα τους, με την Ελλάδα να κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28. Η δυσμενής επίπτωση αυτής της εσωστρέφειας είναι οι ΜμΕ να παραμένουν απομονωμένες από το διεθνές περιβάλλον, περιορίζοντας έτσι τις προοπτικές ανάπτυξής τους, ενώ ταυτόχρονα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις διακυμάνσεις της μικρής, εγχώριας αγοράς.
• Δεύτερον, η χώρα υστερεί στην ψηφιακή τεχνολογία και την ποιότητα υποδομών μεταφοράς και αποθήκευσης (logistics) σε σχέση με το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, γεγονός που καθιστά τις ΜμΕ λιγότερο ανταγωνιστικές, καθώς αυξάνεται το κόστος και ο χρόνος των διεθνών εμπορικών συναλλαγών.
• Τρίτον, λόγω της περιορισμένης ρευστότητας των ΜμΕ, η πρόσβαση σε διαφορετικές χρηματοδοτικές πηγές αποτελεί βασική προϋπόθεση όχι μόνο για την επιβίωση των υγιών επιχειρηματικών μονάδων, αλλά και για τη μεγέθυνσή τους. Ιδιαίτερα οι πολύ μικρές και οι νεοφυείς επιχειρήσεις (start-ups) αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση, εξέλιξη που επιδρά ανασταλτικά στη βιωσιμότητα και τη διάρκεια ζωής τους.
Εντός ενός συνεχώς εξελισσόμενου χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος, είναι σημαντικό η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα να έχει πρόσβαση σε κοινοτικά κονδύλια και τραπεζικό δανεισμό, ώστε να μεγιστοποιήσει τις δυνατότητές της. Το Τραπεζικό Σύστημα κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών δύναται να στηρίξει περαιτέρω την ελληνική επιχειρηματικότητα κάθε κλάδου και μεγέθους, αναζητώντας όμως ταυτόχρονα καινοτόμες πρωτοβουλίες από τις επιχειρήσεις και ενθαρρύνοντας την εξωστρέφεια, δίδοντας έμφαση σε έργα και τομείς που δημιουργούν προστιθέμενη αξία, έλκονται από την έρευνα και την καινοτομία, χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες και σέβονται το περιβάλλον.
•Τέταρτον, στην Ελλάδα καταγράφονται υψηλές αναντιστοιχίες στην αγορά εργασίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων. Το ποσοστό αποφοίτων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερα υψηλό, με αποτέλεσμα οι υψηλής εκπαίδευσης εργαζόμενοι να απασχολούνται σε θέσεις εργασίας για λιγότερα προσόντα, αμειβόμενοι με χαμηλότερους μισθούς.
•Τέλος, η τεχνολογική αναβάθμιση των προϊόντων και υπηρεσιών αποτελεί βασική παράμετρο μεγέθυνσης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, καθώς αυτή εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Άλλωστε, έχει ήδη επισημανθεί (βλ. Εβδομαδιαίο Δελτίο 3/4/2019) ότι οι επενδύσεις σε νέα τεχνολογία και καινοτομίες είναι αναγκαίες προκειμένου να μετριασθούν οι επενδυτικές απώλειες κατά τη διάρκεια της ύφεσης και η οικονομία να μεταβεί από το προ κρίσης - στηριζόμενο κατά κύριο λόγο στην κατανάλωση - παραγωγικό υπόδειγμα, σε ένα υπόδειγμα στο οποίο θα προέχει η εξαγωγική διεισδυτικότητα. Για παράδειγμα, η υστέρηση η οποία καταγράφεται στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες στην ευρυζωνική σύνδεση υψηλότερης ταχύτητας μπορεί να εμποδίσει ως ένα βαθμό την εξαγωγική ανάπτυξη των ελληνικών ΜμΕ.
Στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερα ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, η βιωσιμότητα και η ανάπτυξη των ΜμΕ επηρεάζεται εν πολλοίς και από την ακολουθούμενη βιομηχανική πολιτική, η οποία θα πρέπει να εκσυγχρονισθεί για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σημερινού επιχειρείν. Ως προς αυτόν το σκοπό, ιδιαίτερης σημασίας καθίσταται η σύμπραξη Πολιτείας και ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ώστε οι προκλήσεις να μετατραπούν σε ευκαιρίες. Στόχος θα πρέπει να είναι ο εκσυγχρονισμός της παραγωγής μέσα από την ταχύτερη υιοθέτηση προηγμένης τεχνολογίας, την αποτελεσματική δικτύωση και την ευκολότερη πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης οι οποίες θα διοχετευθούν σε παραγωγικές επενδύσεις.
Το σύνολο των καταθέσεων της εγχώριας οικονομίας στο τραπεζικό σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει εκτός από τις καταθέσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και τις καταθέσεις της Γενικής Κυβέρνησης, διαμορφώθηκε τον Μάιο στα €150,3 δισ., έναντι €149,4 δισ. τον προηγούμενο μήνα, καθώς οι καταθέσεις της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά €282 εκατ. σε μηνιαία βάση.