ΤτΕ: Κάτω από τον πήχη πλεόνασμα και ανάπτυξη - Οι προκλήσεις της επόμενης μέρας
Ηχηρά «καμπανάκια» και πολλαπλά μηνύματα στέλνει η ΤτΕ στην έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, η οποία κατατέθηκε στη Βουλή τη Δευτέρα, ενώ η χώρα βρίσκεται στην τελική ευθεία για τις εθνικές εκλογές και τη μεγάλη πολιτική αλλαγή.
Η Κεντρική Τράπεζα χαμηλώνει τον πήχη τόσο για το πρωτογενές πλεόνασμα όσο και για την ανάπτυξη, εκπέμπει SOS για κρίσιμες επικείμενες προκλήσεις και τονίζει την ανάγκη ενίσχυσης των επενδύσεων.
Ειδικότερα, εκτιμά ότι το πλεόνασμα θα κινηθεί στο 2,9% του ΑΕΠ έναντι στόχου για 3,5%. Παράλληλα, διατηρεί στο 1,9% την πρόβλεψη για την φετινή άνοδο του ΑΕΠ.
Τονίζει ότι οι κίνδυνοι, που εγκυμονούν, αφορούν την «οπισθοδρόμηση των μεταρρυθμίσεων ή την ακύρωσή τους, τις δικαστικές αποφάσεις με δημοσιονομικές επιπτώσεις, καθώς και την πρόσφατη επεκτατική δέσμη δημοσιονομικών μέτρων».
«Δημιουργούν αβεβαιότητα για την επίτευξη των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων αλλά και για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του χρέους και του ασφαλιστικού συστήματος», υπογραμμίζει και ζητεί άμεσα την ενίσχυση των επενδύσεων.
Την ίδια ώρα, η ΤτΕ χτυπάει «καμπανάκι« και για την κερδοφορία των τραπεζών. Θεωρεί "ανησυχητικό το γεγονός ότι, παρά τη βελτίωση του οικονομικού και θεσμικού περιβάλλοντος, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.) παραμένουν περιορισμένες".
Εκτιμά, πάντως, ότι υπάρχουν και περιθώρια για καλύτερη πορεία. "Η ενεργοποίηση των σχεδίων που έχουν προταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Υπουργείο Οικονομικών για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα μπορούσε να απελευθερώσει πόρους, οι οποίοι θα διοχετευθούν σε παραγωγικές επενδύσεις, επιταχύνοντας την οικονομική δραστηριότητα" αναφέρει.
Επισημαίνει ότι "η οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις, ενώ υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι και αβεβαιότητες που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, όπως η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού και των γεωπολιτικών εντάσεων. Κίνδυνοι όμως πηγάζουν και από το εγχώριο περιβάλλον – η οπισθοδρόμηση των μεταρρυθμίσεων ή η ακύρωσή τους, οι δικαστικές αποφάσεις με δημοσιονομικές επιπτώσεις, καθώς και η πρόσφατη επεκτατική δέσμη δημοσιονομικών μέτρων – οι οποίοι δημιουργούν αβεβαιότητα για την επίτευξη των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων αλλά και για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του χρέους και του ασφαλιστικού συστήματος".
Όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά, "λαμβάνοντας υπόψη τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα που ψηφίστηκαν πρόσφατα από τη Βουλή, η πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2019, με βάση τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία, είναι ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί σε 2,9% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ" αναφέρει.
Ωστόσο, κάνει σαφές και ότι "οι υψηλοί στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα και η παρατηρούμενη συστηματική υπέρβασή τους, με έμφαση στην αύξηση των φόρων και την περικοπή των δημόσιων επενδύσεων, επιβραδύνει την ανάκαμψη και ασκεί αρνητική επίδραση στο μακροχρόνιο δυνητικό προϊόν της οικονομίας".
Η ΤτΕ αναφέρει στο οικονομικό πεδίο ότι:
* Η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 1,9% το 2019, 2,1% το 2020 και 2,2% το 2021. Η άνοδος του ΑΕΠ θα στηριχθεί στην ιδιωτική κατανάλωση, στις επιχειρηματικές επενδύσεις και στις εξαγωγές.
* Η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται ότι θα επιταχυνθεί ελαφρώς το τρέχον έτος και ότι θα αυξηθεί με ήπιους ρυθμούς την επόμενη διετία, στηριζόμενη στη σταδιακή βελτίωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, ως αποτέλεσμα της αύξησης της απασχόλησης και των αμοιβών.
* Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα έχουν θετική συμβολή στην ανάπτυξη, καθώς θα ενισχύεται σταδιακά η εμπιστοσύνη και θα αποκαθίσταται η ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι εξαγωγές αγαθών αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται με θετικούς αλλά επιβραδυνόμενους ρυθμούς, καθώς η επίδραση της βελτιωμένης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας αντισταθμίζεται εν μέρει από την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος.
* Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να σημειώσουν άνοδο, η οποία θα είναι οριακά χαμηλότερη από εκείνη των εξαγωγών, με αποτέλεσμα οι καθαρές εξαγωγές να έχουν οριακά θετική συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ. Ο πληθωρισμός με βάση τον ΕνΔΤΚ αναμένεται να αυξηθεί ελαφρώς έως το 2021, παραμένοντας όμως σε χαμηλά επίπεδα, κυρίως λόγω της ήπιας αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και των υποθέσεων για την πορεία των τιμών του πετρελαίου.
*Ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να κινηθεί σε λίγο υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τον καταγραφόμενο πληθωρισμό (headline inflation).
*Οι ρυθμοί ανάπτυξης παραμένουν σχετικά χαμηλοί και η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου είναι χαμηλότερη της επενδυτικής κατηγορίας.
* Η εξαγωγική δραστηριότητα αναμένεται να επηρεαστεί από την άνοδο της αβεβαιότητας και την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, ως αποτέλεσμα του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού.
* Η αύξηση του κατώτατου μισθού και οι μειώσεις στην έμμεση φορολογία ασκούν επιδράσεις προς αντίθετες κατευθύνσεις, οι οποίες αναμένεται να αλληλοαναιρεθούν έως ένα βαθμό, με αποτέλεσμα ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ το 2019 να διαμορφωθεί σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα του 2018.
Να μειωθούν τα πλεονάσματα
Η ΤτΕ επίσης ζητά να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα. "Σε συνεννόηση και συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους, θα πρέπει να μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022 και να υιοθετηθεί ένα μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και χαμηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να είναι φιλικότερο προς τις επενδύσεις, την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη" αναφέρει.
Εξηγεί ότι "η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο σε σχέση με το ισχύον 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, εφόσον συνδυαστεί με περισσότερες μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, δεν συνεπάγεται υψηλότερο δημόσιο χρέος, αλλά πιθανότατα χαμηλότερο: διότι, όταν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι 180%, τότε 1% υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης (ο οποίος μπορεί να προκύψει εάν η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα επιτευχθεί με μείωση φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, σε συνδυασμό με περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις) ή/και 100 μονάδες βάσης χαμηλότερο κόστος δανεισμού (που έχει ήδη προκύψει σε σχέση με το βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματικά για τη μείωση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ από ό,τι μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα. Σε αυτό πρέπει να προστεθούν και τα έσοδα από τις περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις".
Η ΤτΕ αναφέρει επίσης ότι "προκειμένου να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να διασφαλιστεί η επίτευξη ταχύτερων ρυθμών ανάπτυξης, απαιτείται προώθηση και όχι αναστολή ή κατάργηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα. Κάτι τέτοιο θα καταστήσει την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις και θα υποβοηθήσει τη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο, εξωστρεφές πρότυπο, με υψηλούς και βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Το επενδυτικό κενό μπορεί στην περίπτωση αυτή να καλυφθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα και με ρεαλιστικούς ρυθμούς επενδύσεων, εφόσον οι επενδύσεις επικεντρωθούν στους πλέον παραγωγικούς και εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας. Για το σκοπό αυτό, είναι επιτακτική ανάγκη στο προσεχές διάστημα να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες περιορίστηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια, καθώς έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία, και να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις, καθώς αυτές ενθαρρύνουν την ανάληψη πρόσθετων ιδιωτικών επενδύσεων. Η αντίδραση των αγορών τις τελευταίες εβδομάδες, με τη μεγάλη πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, είναι ένας καλός οιωνός για το μέλλον, αρκεί βεβαίως οι προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί να επιβεβαιωθούν από έγκαιρες κινήσεις στην οικονομική πολιτική, που αφορούν το επενδυτικό κλίμα".
Οι προκλήσεις της επόμενης μέρας
Γενικά η ΤτΕ αναφέρει ότι "η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις και προβλήματα που κληροδότησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση. Οι σημαντικότερες προκλήσεις είναι το πολύ υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος (του οποίου η βιωσιμότητα όμως βελτιώθηκε σημαντικά μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που ενέκρινε το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018), η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη περίοδο, ιδιαίτερα αν συνοδεύεται από πολύ υψηλή φορολογία και περικοπές του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, η αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της χώρας, ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας, το εξαιρετικά μεγάλο επενδυτικό κενό και η υψηλή μακροχρόνια ανεργία. Η δημογραφική κρίση, που οφείλεται στη γήρανση του πληθυσμού και στη μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η υψηλή εισοδηματική ανισότητα σε συνδυασμό με την περιορισμένη επίδραση των κοινωνικών επιδομάτων στη μείωση του κινδύνου φτώχειας. Το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί φιλικό προς τις επενδύσεις. Τέλος, η κλιματική αλλαγή απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες για την αντιμετώπισή της".
Η ΤτΕ δεδομένων των προκλήσεων και των κινδύνων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, συστήνει να δοθεί προτεραιότητα την επόμενη περίοδο σε μία σειρά από πολιτικές:
* Δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων
* Ανάγκη να διευρυνθούν οι πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης.
* Επιθετική πολιτική προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων.
* Να ισχυροποιηθεί η ανεξάρτητη λειτουργία των θεσμών και να ενισχυθεί το κράτος δικαίου
*Να μην σημειώνεται οπισθοδρόμηση και να ακυρώνονται μεταρρυθμίσεις, αλλά και να ενισχύονται εκείνες που ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στις αγορές.
* Μεγαλύτερη έμφαση στη δημιουργία σχημάτων σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα και στη βελτίωση της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου.
* Ενίσχυση του "τριγώνου της γνώσης", δηλ. η εκπαίδευση, η έρευνα και η καινοτομία.
* Εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης.
Οι κίνδυνοι
Οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές της οικονομίας υπόκεινται σε σημαντικούς εξωτερικούς και εγχώριους κινδύνους αναφέρει η ΤτΕ. Εξηγεί ότι όσον αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, κίνδυνοι μπορούν να προκύψουν από μια μεγαλύτερη του αναμενόμενου επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας εξαιτίας του εμπορικού προστατευτισμού, από μια πιθανή απότομη διόρθωση στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, που θα μπορούσε να αυξήσει το κόστος και να περιορίσει τη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης, από το ενδεχόμενο μιας μη συντεταγμένης αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Brexit) και άλλες γεωπολιτικές εξελίξεις.
Σε ό,τι αφορά το εγχώριο περιβάλλον, η ΤτΕ αναφέρει ότι "καθυστερήσεις στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων ή και ακύρωσή τους θα επιδράσουν αρνητικά στο επενδυτικό κλίμα και την οικονομική δραστηριότητα. Υπάρχουν επίσης σημαντικοί κίνδυνοι στο δημοσιονομικό τομέα λόγω των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων. Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, η δημοσιονομική επίπτωση των πρόσφατων επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων ξεπερνά το 1,0% του ΑΕΠ το 2019 και τα επόμενα έτη.
Συνεπώς, η υιοθέτηση των επεκτατικών μέτρων δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους για την επίτευξη των συμφωνηθέντων στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επαναξιολογήσει την επίδραση των μέτρων το φθινόπωρο του 2019. Επιπλέον δημοσιονομικοί κίνδυνοι για το 2020 και το 2021 συνδέονται με την κατάργηση της νομοθετημένης μείωσης του αφορολόγητου ορίου στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και των αντισταθμιστικών του μέτρων. Από την άλλη πλευρά, η ενεργοποίηση των σχεδίων που έχουν προταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Υπουργείο Οικονομικών για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα μπορούσε να απελευθερώσει πόρους, οι οποίοι θα διοχετευθούν σε παραγωγικές επενδύσεις, επιταχύνοντας την οικονομική δραστηριότητα".
Τράπεζες-κερδοφορία
"H κερδοφορία των τραπεζών πριν από φόρους και προβλέψεις παραμένει αδύναμη, όπως φαίνεται τόσο από τα αποτελέσματα του 2018 όσο και από τα αποτελέσματα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών το α’ τρίμηνο του 2019" επισημαίνει η ΤτΕ. "Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παραμένουν σε ικανοποιητικά επίπεδα (14,9% και 15,5% αντίστοιχα για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες στο τέλος του α’ τριμήνου του 2019)" προσθέτει .
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι "οι τράπεζες σημείωσαν πρόοδο ως προς τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Ειδικότερα, στο τέλος Μαρτίου 2019 τα ΜΕΔ ανήλθαν σε 80 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 1,8 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2018 και κατά περίπου 27,2 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ το α’ τρίμηνο του 2019 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές ύψους 0,9 δισεκ. ευρώ και πωλήσεις ύψους 0,8 δισεκ. ευρώ, ενώ σημαντικού ύψους πωλήσεις ΜΕΔ έχουν ήδη δρομολογηθεί για να υλοποιηθούν εντός του έτους. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε το Μάρτιο του 2019 σε υψηλό επίπεδο (45,2%)".
"Γενικά, ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, παρά τη βελτίωση του οικονομικού και θεσμικού περιβάλλοντος, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.) παραμένουν περιορισμένες. Θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι τα τελευταία έτη οι τράπεζες συνομολογούν κυρίως λύσεις ρύθμισης μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για τα ΜΕΔ, σε αντιδιαστολή με ρυθμίσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα" αναφέρει.
Επίσης επισημαίνει ότι "ανησυχητικά υψηλό παραμένει το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση μετά τη ρύθμιση. Μάλιστα, σε μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης. Αυτό δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά ως προς την καταλληλότητα και αποτελεσματικότητα των προσφερομένων ρυθμίσεων. Όσον αφορά τους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, στόχος είναι ο δείκτης ΜΕΔ να έχει διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε επίπεδα κάτω του 20% στο τέλος του 2021.
Συνολικά, έχει συντελεστεί πρόοδος ως προς τη μείωση του ποσοστού των ΜΕΔ, ωστόσο οι ρυθμοί μείωσης δεν αρκούν ώστε να επιτευχθεί σύντομα σύγκλιση του δείκτη ΜΕΔ προς τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο, που στο τέλος του 2018 διαμορφώθηκε σε 3,2%. Η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι απαιτείται μια αποφασιστική και συστημική λύση στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις προσπάθειες των ίδιων των τραπεζών. Προς την κατεύθυνση αυτή, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει καταθέσει σχετική συστημική πρόταση. Το Υπουργείο Οικονομικών έχει επίσης καταθέσει πρόταση για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων".