Τα «βαρίδια» που αφήνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην επόμενη κυβέρνηση
«Νάρκες» στην πορεία της επόμενης κυβέρνησης βάζει ο ΣΥΡΙΖΑ, στην εκπνοή της θητείας του. Οι «καυτές πατάτες», με κυρίαρχη τη δημοσιονομική «βόμβα» των 5,5 δισ. ευρώ, θα περάσουν από την 8η Ιουλίου στα χέρια του Κυριάκου Μητσοτάκη, αν πράγματι η ΝΔ επικρατήσει στις εθνικές κάλπες.
Τα ανοιχτά «μέτωπα» και ο κίνδυνος του δημοσιονομικού εκτροχιασμού αναμένεται να τονιστούν, μάλιστα, στο περιθώριο του σημερινού Eurogroup στις Βρυξέλλες, καθώς το ελληνικό ζήτημα δεν είναι εντός της επίσημης ατζέντας.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι τόσο ο ESM όσο και η ΤτΕ εκτιμούν ότι ο στόχος του 3,5% για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019 είναι απλά ανέφικτος. Οι θεσμοί δε επισημαίνουν ότι οι παροχές του Αλέξη Τσίπρα, ο λογαριασμός των οποίων ξεπερνά το 1% του ΑΕΠ, δεν επηρεάζουν μόνο τον προϋπολογισμό του 2019, αλλά και του 2020, δημιουργώντας δημοσιονομικές τρύπες.
Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ παραδίδει έναν αναιμικό ρυθμό ανάπτυξης, οπότε το στοίχημα για την επόμενη κυβέρνηση έχει ακόμη μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας.
Επισημαίνεται ότι ο Νίκολα Μάι, διαχειριστής χαρτοφυλακίου και αναλυτής πιστωτικών αγορών της Pimco, σε κλειστή παρουσίαση που έγινε στην Αθήνα για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, χαρακτήρισε ως «αισιόδοξο» το στόχο του 2,3% για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2019.
Από την πλευρά της, η Natixis υποστηρίζει ότι η επόμενη κυβέρνηση θα έχει να ακολουθήσει ένα περιοριστικό χρονοδιάγραμμα, καθώς δεν θα μπορέσει να αποκλίνει σημαντικά από τις δεσμεύσεις απέναντι στην Κομισιόν.
Όπως εκτιμά, ο πήχης της ανάπτυξης τοποθετείται γύρω στο 2% έως το 2020, παραμένοντας σε αρκετά χαμηλούς ρυθμούς δεδομένης της απουσίας επενδύσεων στη χώρα.
Στο πλαίσιο αυτό, η νέα κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει βασικές προκλήσεις και να αλλάξει την εικόνα σε τουλάχιστον 12 τομείς:
Δημοσιονομικά
Το δημοσιονομικό κόστος από τις παροχές του Αλέξη Τσίπρα φτάνει συνολικά τα 4,4-5,5 δισ. ευρώ στη διετία 2019-2020. Πιο συγκεκριμένα η δημοσιονομική «τρύπα» για το 2019 πρόκειται να φτάσει από 1,1% έως 1,4% του ΑΕΠ ή από 2,1 έως 2,6 δισ. ευρώ και για το 2020 από 1,2% έως 1,5% του ΑΕΠ ή από 2,3 έως 2,9 δισ. ευρώ. Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει ότι το συνολικό κόστος των μέτρων θα είναι μόλις 2,3 δισ. ευρώ.
Τράπεζες
Τεράστιες ζημιές και στις ελληνικές τράπεζες έχει προκαλέσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, οι οποίες υπολογίζονται γύρω στα 40 δισ. ευρώ, με τον τρόπο που έγινε η ανακεφαλαιοποίηση.
Το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα, μετά από την προσπάθεια σταθεροποίησης του το 2014, βρίσκεται αντιμέτωπο και πάλι, με ευθύνη και της σημερινής Κυβέρνησης, με μια σειρά από μεγάλες προκλήσεις.
Προκλήσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων το πιο απαιτητικό και σύνθετο – σε σχέση με το παρελθόν – εποπτικό και κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας, την επιστροφή – με ουσιαστικό τρόπο – καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα, την αποκατάσταση της πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίου, την ολοκλήρωση των σχεδίων αναδιάρθρωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του τραπεζικού συστήματος, τη σταδιακή πιστωτική επέκταση κ.α.
Και φυσικά το πρόβλημα της βελτίωσης της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου, με την αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Πρόβλημα που, επί της ουσίας, παραμένει οξύ και άλυτο λόγω των αναιμικών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, του στεγνώματος της πραγματικής οικονομίας, της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, της απομόχλευσης που συντελείται στους ισολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων και της σημαντικής καθυστέρησης στην υπέρβαση των εμποδίων για τη διαχείριση τους, παρά τα όποια βήματα σε επίπεδο νομοθετικών πρωτοβουλιών και ρυθμιστικού πλαισίου.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιβιώσει της βαθειάς ύφεσης, αλλά έχουν πληρώσει βαρύ τίμημα: είναι μετά βίας κερδοφόρες και οι ισολογισμοί τους είναι γεμάτοι κόκκινα δάνεια με αποτέλεσμα να μην δανείζουν.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στις ελληνικές τράπεζες έχουν μειωθεί κατά 20% από το υψηλότερο σημείο τους το 2016, αλλά εξακολουθούν να ανέρχονται σε 88,6 δισ. ευρώ, ήτοι το 48% των συνολικών δανείων, έναντι του μέσου ευρωπαϊκού όρου 3%
Πλέον, η Ελλάδα δέχεται πιέσεις για μείωση του όγκου των NPLs κατά 27% σε έως το τέλος του έτους. Πρόκειται για μια εξαιρετικά μεγάλη πρόκληση.
H ελληνική αγορά κόκκινων δανείων, είναι η 4η μεγαλύτερη σε όγκο στην Ευρώπη, προσεγγίζει τα 100 δισ. (80 δισ. βρίσκονται στο ενεργητικό των Τραπεζών, ενώ περίπου 20 δισ. είναι εκτός ενεργητικού), ενώ σε επίπεδο ποσοστού είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη με περίπου 45% των δανείων, να χαρακτηρίζονται NPEs (μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα)
Το ύψος των δανείων που βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος είναι σήμερα περίπου 20 δισ. όμως με δεδομένα τα πλάνα που οι ελληνικές τράπεζες έχουν υποβάλλει πρόσφατα στον SSM, πάνω από 30 δισ. θα βγουν σε πωλήσεις/τιτλοποιήσεις έως το 2021. Άρα θα δημιουργηθεί μια αγορά που θα ξεπεράσει τα 50 δισ. σε δάνεια υπό διαχείριση τα 2-3 επόμενα χρόνια
Η ΔΕΗ
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει οδηγήσει στο χείλος του γκρεμού την μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας, τη ΔΕΗ η οποία ανακοίνωσε ζημιές για το 2018 που ξεπερνούν τα 900 εκατ. ευρώ, το χρέος της ανέρχεται στα 3,7 δις. ευρώ και οι ανεξόφλητοι λογαριασμοί αγγίζουν τα 2,5 δις. ευρώ.
Οι μαθητευόμενοι μάγοι της κυβέρνησης Τσίπρα κατέστρεψαν τη μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας και τώρα η Ν.Δ πρέπει να δώσει άμεσες και βιώσιμες λύσεις.
Μετέτρεψαν τη ΔΕΗ σε εταιρεία ζόμπι, με υψηλές ζημίες, τεράστιες ανείσπρακτες οφειλές και απαξιωμένα περιουσιακά στοιχεία, όταν το 2014 ήταν μια εύρωστη εταιρεία με κέρδη 90 εκατ. ευρώ.
Μετά την αποτυχία στην πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επαναφέρει το σχέδιο της προηγούμενης κυβέρνησης, για πώληση της μικρής ΔΕΗ.
Το πρόβλημα της ΔΕΗ εδράζεται στη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τους δανειστές. Η Αριστερά αντιμετώπισε το ζήτημα της επιχείρησης με έναν τρόπο, που δεν εξυπηρετεί ούτε τα συμφέροντα της χώρας ούτε και της ίδιας της εισηγμένης. Αποτέλεσμα είναι αφενός η εταιρεία να βρίσκεται σήμερα στο χείλος του γκρεμού και αφετέρου η χώρα να απειλείται από το ενδεχόμενο μίας σοβαρής κρίσης στην ηλεκτροπαραγωγή της.
Υπενθυμίζεται πως την περίοδο 2012-2014 η κυβέρνηση της ΝΔ είχε προχωρήσει το μοντέλο της μικρής ΔΕΗ. Σύμφωνα με αυτό, το 30% της εταιρείας θα πωλείτο, έτσι ώστε να εξασφαλιστούν πόροι για την ενίσχυση της ρευστότητας του οργανισμού, καθώς και για την πραγματοποίηση επενδύσεων, ακολουθώντας παράλληλα τον ευρωπαϊκό δρόμο.
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση Τσίπρα κατευθύνθηκε από το μοντέλο της μικρής ΔΕΗ στο μοντέλο της… μισής ΔΕΗ, καθώς συμφώνησε στη μείωση του μεριδίου αγοράς της εταιρείας από το 95% στο 50%, χωρίς κανένα αντάλλαγμα!
Ασφαλιστικό
Μία από τις νάρκες που πρέπει να εξουδετερώσει η νέα κυβέρνηση είναι το ασφαλιστικό.
Η Νέα Δημοκρατία σχεδιάζει να καταργήσει το Νόμο Κατρούγκαλου.
H Νέα Δημοκρατία έρχεται να προτείνει ένα ολοκληρωμένο σύστημα τριών πυλώνων, με κεντρική στόχευση τη σταδιακή και σε βάθος χρόνου μείωση κατά 25% των ασφαλιστικών εισφορών μισθωτών και ελεύθερων επαγγελματιών, αυξάνοντας έτσι το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, μειώνοντας το κόστος των επιχειρήσεων και οδηγώντας στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.
Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 25%, στο 15% από 20% σταδιακά σε 4 χρόνια προβλέπει το πρόγραμμα της ΝΔ για το συνταξιοδοτικό, το οποίο δίνει έμφαση στην συμπληρωματική ασφάλιση μέσω των επαγγελματικών ταμείων και της ιδιωτικής ασφάλισης.
Το σύστημα αυτό εφαρμόζεται, με διάφορες παραλλαγές, σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, από την Σουηδία και την Ολλανδία, μέχρι το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Νέα Ζηλανδία, ενώ αποτελεί και θεμελιώδη επιλογή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο πρώτος και βασικός πυλώνας του συστήματος θα εδράζεται στον ΕΦΚΑ και θα είναι, όπως και σήμερα, υποχρεωτικός, δημόσιος, καθολικός και αναδιανεμητικός.
Ο δεύτερος πυλώνας, θα αφορά τους νέους ασφαλισμένους και μόνο το μέρος της σημερινής επικουρικής σύνταξης, με το δικαίωμα σε αυτούς να επιλέξουν μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού συνταξιοδοτικού ταμείου, το οποίο βέβαια θα τελεί υπό αυστηρό κρατικό έλεγχο και εποπτεία από την Τράπεζα της Ελλάδας.
Ο δε τρίτος πυλώνας θα είναι συμπληρωματικός και θα αφορά, όπως και σήμερα, την ιδιωτική ασφάλιση.
Με την εφαρμογή αυτού του συστήματος θα διασφαλίζεται, για μεν του σημερινούς συνταξιούχους ότι δεν θα υπάρξει καμία μείωση στο μέλλον, ενώ για τους σημερινούς εργαζόμενους ότι θα λάβουν σύνταξη, μειώνοντας παράλληλα το δυσβάσταχτο βάρος των ασφαλιστικών εισφορών.
Δημόσιο χρέος
Το Χρέος της Κεντρικής Διοίκησης αυξήθηκε από 321 δισ. ευρώ το 2015 στα 326 δισ. ευρώ το 2016 και πλέον ανέρχεται στα 334,73 δισ. ευρώ. Δηλαδή σημείωσε άνοδο κατά 22 δισ. ευρώ την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ, αναμένεται να διαμορφωθεί στο 188,6% το 2018, στο 169,9% το 2020, στο 136,6% το 2030 και στο 127% το 2060.
Το ελληνικό χρέος αντιστοιχεί σε περισσότερο από 180% του ΑΕΠ και ο δείκτης αυτός είναι ο υψηλότερος στην Ευρωζώνη.
Ωστόσο, οι δαπάνες που θα πρέπει να πληρώνει η Ελλάδα για το χρέος κάθε χρόνο είναι χαμηλές, από τις χαμηλότερες στην Ευρωζώνη, πάντα σε σχέση με το ΑΕΠ.
Ανάπτυξη
Η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε ένα φαύλο κύκλο υπερφορολόγησης και χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης. Και χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ η πραγματοποίηση του οποίου αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά στοιχήματα της νέας κυβέρνησης της Ν.Δ.
Στο 1,3% διαμορφώθηκε ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το πρώτο τρίμηνο του 2019, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Πρόκειται για το δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο επιβράδυνσης της ανάπτυξης, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης συν 1,3% είναι ο χαμηλότερος τα τελευταία 8 τρίμηνα.
Τα στοιχεία για το ΑΕΠ αποδεικνύουν ότι η ελληνική οικονομία εμφανίζει έντονα σημάδια «κόπωσης» καθώς δεν αυξάνονται οι εισροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων και η καταναλωτική δαπάνη υποχωρεί μέσα σε ένα ασφυκτικό φορολογικό περιβάλλον.
Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε μείωση 0,1% σε σχέση με το α' τρίμηνο του 2018, παρά τα λεφτά που έδωσε η κυβέρνηση στους συνταξιούχους και ήλπιζε ότι θα πέσουν στην κατανάλωση.
Εκτός από την καταναλωτική δαπάνη περιορίζονται και οι εξαγωγές, ενώ την ίδια ώρα αυξάνονται σημαντικά οι εισαγωγές, εξελίξεις που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την ελληνική οικονομία.
Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση στοχεύει σε ανάπτυξη 2,3% για το 2019, επίδοση την οποία αμφισβητούν τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος όσο και ο ΙΟΒΕ.
Αυτή την περίοδο η ελληνική οικονομία απαιτεί ρυθμούς ανάπτυξης τουλάχιστον 3%, αριθμός ο οποίος για να επιτευχθεί θα πρέπει ετησίως να γίνονται επενδύσεις άνω των 40 δισ. ευρώ.
Επενδύσεις
Στο Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων αποκαλύπτεται η πλήρης αδυναμία της κυβέρνησης να φέρει επενδύσεις .Το 2018 οι επενδύσεις δεν αυξήθηκαν 0,8%, όπως προέβλεπε ο Προϋπολογισμός, αλλά καταβαραθρώθηκαν σημειώνοντας πτώση 12,2%!
Πτώση που αντανακλά τη μικρή εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό και την υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων, η οποία τροφοδοτεί το υπερπλεόνασμα.
Αγορά εργασίας
Από τον Ιανουάριο του 2015 επήλθε πλήρης ανατροπή στην αγορά εργασίας. Για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής) -στις νέες προσλήψεις- κυριάρχησαν απόλυτα έναντι της πλήρους απασχόλησης.
Έτσι, το 60% πλήρης απασχόληση και 40% μερική απασχόληση που ίσχυε μέχρι το 2015, σήμερα ανετράπη πλήρως σπάζοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ.
Μαζί με τη δυσάρεστη αυτή εξέλιξη, δημιουργήθηκε -για πρώτη φορά- στη χώρα μας και η γενιά των “φτωχών” εργαζόμενων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ), ο 1 στους 3 μισθωτούς στην Ελλάδα απασχολείται πλέον με μερική απασχόληση.
Η Νέα Δημοκρατία υποστηρίζει τη δημιουργία θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης οι οποίες θα προέλθουν από μεγάλες επενδύσεις.
Ανταγωνιστικότητα
Η προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων εκτός των άλλων απαιτεί και υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η νέα κυβέρνηση έχει σημαντικό έργο να επιτελέσει στο μέτωπο αυτό, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται στον «πάτο» της παγκόσμιας λίστας ανταγωνιστικότητας.
Σημειώνει τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την Κροατία, ενώ Βουλγαρία και Ρουμανία κατατάσσονται υψηλότερα και βρίσκεται λίγο υψηλότερα από τη Βενεζουέλα, Μογγολία, Αργεντινή!
Ληξιπρόθεσμες οφειλές
Η Ν.Δ θα πρέπει να ολοκληρώσει την μνημονιακή υποχρέωση την οποία «ξέχασε» η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Περισσότερα από 2 δισ. -βεβαιωμένα αλλά μη καταβληθέντα- χρωστούν οι δημόσιοι φορείς σε φορολογούμενους και προμηθευτές. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου, που θα έπρεπε να είχαν μηδενιστεί στις 20 Αυγούστου 2018,
Περισσότερο από ένα χρόνο αναμένουν χιλιάδες επιχειρήσεις να λάβουν τα χρωστούμενα από την εφορία, ενώ την ίδια στιγμή το ελληνικό Δημόσιο ξεχνάει να πληρώσει τους προμηθευτές.
Το χειρότερο μάλιστα είναι ότι το Δημόσιο έχει πάρει από το 2015 μέχρι και σήμερα το ποσό των 6 δισ. ευρώ για να αποπληρώσει τις οφειλές του.
Στα τέλη του 2014 οι οφειλές του Δημοσίου ανέρχονταν στα 3,8 δισ. ευρώ, ενώ σήμερα τα χρέη, τα οποία θα έπρεπε να έχουν μηδενιστεί, ξεπερνούν τα 2,2 δισ. ευρώ.
Ουσιαστικά η κυβέρνηση την περίοδο 2015-2019 δημιούργησε νέα χρέη ύψους 4, 5 δισ. ευρώ.
Ουσιαστικά η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε εσωτερική στάση πληρωμών, αποτέλεσμα της συνειδητής επιλογής της, προκειμένου, μαζί με την υπερφορολόγηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, να πετύχει αχρείαστα υπερπλεονάσματα, διαλύοντας τη μεσαία τάξη και στερώντας ρευστότητα από την οικονομία.
Συνταξιούχοι
Οι μεγάλοι χαμένοι της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι οι συνταξιούχοι με την κυβέρνηση να προχωρεί σε 16 μειώσεις και παρεμβάσεις κατά των συνταξιούχων.
Κατά τη διάρκεια της πενταετίας της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (2015-2019), ο χαμηλοσυνταξιούχος του ΕΚΑΣ έχασε 7.464 ευρώ!
Οι συνταξιούχοι έχουν πληρώσει ακριβά το κόστος των πολιτικών της κυβέρνησης Τσίπρα, έχοντας χάσει 1,5 επιπλέον σύνταξη, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΑΑΔΕ.
Το μέσο ετήσιο φορολογούμενο εισόδημα κάθε νοικοκυριού συνταξιούχων μειώθηκε κατά 13,01%, από 13.612,39 ευρώ το 2014 σε 11.841,40 ευρώ το 2017. Ζουν, δηλαδή έχοντας χάσει επιπλέον 1.771 ευρώ κατά μέσο όρο ή τους «κόπηκε» 1,5 σύνταξη σε σύγκριση με όσα έπαιρναν μόλις τρία χρόνια νωρίτερα.
Ασφαλιστικές οφειλές
Σε περισσότερα από 35,5 δισ. ανήλθαν τα χρέη προς ασφαλιστικά Ταμεία στο τέλος του πρώτου τριμήνου του έτους.
Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών οι οφειλέτες ξεπερνούν τα 1,42 εκατομμύρια και τα χρέη τους αυξήθηκαν κατά 571,6 εκατομμύρια ευρώ τους πρώτους τρεις μήνες του 2019.