Alpha Bank: Έντονη η απαισιοδοξία των καταναλωτών για τις αποταμιεύσεις τους
Οι πρόσφατες δημοσιεύσεις αφενός του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος από την DG-ECFIN για τον Μάιο και αφετέρου των ροών καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα τον Απρίλιο, επιβεβαιώνουν τη σταδιακή πορεία αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, επισημαίνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαία δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
Ωστόσο, οι Έλληνες καταναλωτές, χαρακτηρίζονται από έντονη απαισιοδοξία σε ό,τι αφορά την τρέχουσα αποταμίευσή τους και τον τρόπο με τον οποίο χρηματοδοτούν τις υποχρεώσεις τους.
Συγκεκριμένα, η διατήρηση των καταθετικών ροών σε θετικό έδαφος και η βελτίωση του οικονομικού κλίματος και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση της μείωσης του περιθωρίου απόδοσης του δεκαετούς ομολόγου και την ενίσχυση της εγχώριας κεφαλαιαγοράς μετά τις εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, διαμορφώνουν εν μέρει τις συνθήκες για τη βελτίωση των μακροοικονομικών προοπτικών της χώρας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, και δεδομένου ότι τα δημοσιονομικά μέτρα και οι φιλικές προς την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεις θα συνεχιστούν σε ένα πολιτικά ευσταθές περιβάλλον, καθίσταται πιο εφικτή και η προοπτική της χώρας ως ενός υγιούς και προσοδοφόρου επενδυτικού προορισμού.
Το οικονομικό κλίμα και η καταναλωτική εμπιστοσύνη κερδίζουν έδαφος την τελευταία διετία στη χώρα, με μικρές προς τα κάτω διακυμάνσεις, με τους Έλληνες καταναλωτές να εμφανίζονται σημαντικά λιγότερο απαισιόδοξοι από το προηγούμενο καλοκαίρι και μετά. Τα νοικοκυριά κατά κανόνα είναι περισσότερο αισιόδοξα κατά τη διάρκεια του εκλογικού κύκλου, δηλαδή λίγους μήνες πριν και μετά τις εκλογικές αναμετρήσεις, με εξαίρεση το καλοκαίρι του 2015 και την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων, εξέλιξη η οποία επέδρασε αρνητικά στην καταναλωτική εμπιστοσύνη. Εκτός από τη βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να στηριχθεί το 2019 αφενός στην αύξηση του κατώτατου μισθού και αφετέρου στην αύξηση της απασχόλησης. Παράλληλα, η καταναλωτική δαπάνη αναμένεται να τονωθεί σε μικρότερο βαθμό από τα μέτρο ρύθμισης των 120 δόσεων και τη μείωση συντελεστών ΦΠΑ σε εστίαση και ενέργεια.
Στην προ κρίσης περίοδο και συγκεκριμένα από το 2005 έως το 2009, αλλά και από τα μέσα του 2012 έως τις αρχές του 2015, ο δείκτης οικονομικού κλίματος στη χώρα βρισκόταν στα ίδια σχεδόν επίπεδα με τον αντίστοιχο δείκτη της Ευρωζώνης, ακολουθώντας συνήθως παράλληλη πορεία. Ωστόσο, τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, αλλά και μετά το 2015, το οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις, ακολουθώντας στην πρώτη περίπτωση την πτωτική τάση του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας. Παρ’ όλα αυτά, η σταθεροποίηση του δείκτη από το 2018 σε υψηλότερα επίπεδα που συγκλίνουν με εκείνα της Ευρωζώνης αποτελεί μία ακόμα ένδειξη βελτίωσης των μακροοικονομικών συνθηκών της χώρας.
Στενά συνδεδεμένη όμως με το κλίμα και κυρίως με την καταναλωτική εμπιστοσύνη είναι και η ροή των καταθέσεων των νοικοκυριών. Η ανοδική τάση που καταγράφεται στις καταθετικές ροές των νοικοκυριών από τα μέσα του 2017, συνάδει με τη βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, αλλά και των προσδοκιών των καταναλωτών για την κατάσταση αφενός της εγχώριας οικονομίας και αφετέρου του νοικοκυριού τους. Επιπρόσθετα, η βελτίωση στους επιμέρους δείκτες της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και στις καταθέσεις ακολουθεί την αναμενόμενη αντίστροφη πορεία σε σχέση με τις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων στις διεθνείς αγορές. Η αντίστροφη σχέση όμως μεταξύ του spread (το οποίο συνιστά μέτρο του κινδύνου χώρας) και των προσδοκιών των νοικοκυριών αντανακλάται και στην πρόθεση της αποταμίευσης των τελευταίων, η οποία, ενώ παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, παρουσιάζει τάση ελαφράς ανάκαμψης, με μικρές πτωτικές εξαιρέσεις, από τα τέλη του 2017 έως και τους πρώτους μήνες του 2019. Η εξέλιξη αυτή άλλωστε είναι συνεπής και με την άνοδο του ποσοστού αποταμίευσης ως προς το διαθέσιμο (ακαθάριστο) εισόδημα, το οποίο μεν παραμένει αρνητικό αλλά έχει αποκλιμακωθεί στο -6,1% κατά μέσο όρο το 2018, από -7,2% το 2017.
Σημαντικές πληροφορίες όμως από την έρευνα καταναλωτών του ΙΟΒΕ για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσφέρει και η αποτίμηση των νοικοκυριών σε σχέση με την τρέχουσα οικονομική τους κατάσταση. Ο σχετικός δείκτης καταγράφει έντονα αρνητικό πρόσημο από τα μέσα του 2010 και μετά, ενώ από το φθινόπωρο του 2017 έως σήμερα σημειώνεται βελτίωση, υποδηλώνοντας ότι η δυσαρέσκεια σε σχέση με την τρέχουσα κατάστασή τους έχει αμβλυνθεί, χωρίς όμως να λείπουν οι διακυμάνσεις.
Ο εν λόγω δείκτης αποτελείται από τις απαντήσεις των νοικοκυριών σε επιμέρους ερωτήσεις αναφορικά με α) αν αποταμιεύουν λίγο ή πολύ, β) αν έχουν χρεωθεί, γ) αν αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους και δ) αν μόλις "τα βγάζουν πέρα". Οι Έλληνες καταναλωτές, όπως και στις υπόλοιπες κατηγορίες της συγκεκριμένης έρευνας, χαρακτηρίζονται από έντονη απαισιοδοξία σε ό,τι αφορά την τρέχουσα αποταμίευσή τους και τον τρόπο με τον οποίο χρηματοδοτούν τις υποχρεώσεις τους.
Συγκεκριμένα, το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι "αποταμιεύουν πολύ" έχει σχεδόν μηδενιστεί από το 2012, ενώ το ποσοστό όσων "αποταμιεύουν λίγο" συρρικνώθηκε από το 22% το 2008 στο 6% το 2017. Το 2019 ωστόσο, οι καταναλωτές που αναφέρουν ότι "αποταμιεύουν λίγο" αντιστοιχούν στο 15% των ερωτηθέντων, ποσοστό το οποίο έχει υπερδιπλαστεί σε σχέση με τα προ διετίας επίπεδά του.
Η πλειονότητα των νοικοκυριών, δηλώνει ότι το εισόδημά της επαρκεί οριακά για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών ("μόλις τα βγάζουν πέρα"). Το ποσοστό αυτό έχει όμως σταδιακά μειωθεί, από 69% κατά μέσο όρο το πρώτο πεντάμηνο του 2015, στο 62% το αντίστοιχο διάστημα του 2019.
Επιπρόσθετα, όσοι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους για να καλύψουν τα έξοδά τους έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από το 2008 (στο 11% από 6% κατά μέσο όρο για την εξεταζόμενη περίοδο), ενώ τέλος, το 11% των νοικοκυριών δήλωσε κατά μέσο όρο το πρώτο πεντάμηνο του 2019 ότι έχει χρεωθεί, ποσοστό που ωστόσο βαίνει μειούμενο την τελευταία διετία (14% το 2018 και 16% το 2017).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το πρώτο τρίμηνο του 2019, το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) αυξήθηκε κατά €420 εκατ. σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2018 και διαμορφώθηκε σε €3,7 δισ. Η αύξηση του ελλείματος οφείλεται στην επιδείνωση των ισοζυγίων αγαθών και δευτερογενών εισοδημάτων, η οποία αντισταθμίσθηκε μερικώς από τη βελτίωση των ισοζυγίων υπηρεσιών και πρωτογενών εισοδημάτων (Γράφημα 5).
Αναλυτικότερα, το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών διευρύνθηκε κατά €703 εκατ. ή 13,3% σε ετήσια βάση, γεγονός που οφείλεται τόσο στη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου εκτός καυσίμων, κατά €361 εκατ. ή 8,6%, όσο και στην επιδείνωση του ελλείματος του ισοζυγίου καυσίμων (+€342 εκατ. ή 31,6%).
Οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν συνολικά κατά 6,0% σε ετήσια βάση και ανήλθαν σε €13,7 δισ., ενώ οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 1%, έναντι αύξησης 13,3% κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018 και διαμορφώθηκαν σε €7,7 δισ.
Πιο συγκεκριμένα η αύξηση των συνολικών εισαγωγών αγαθών οφείλεται πρωτίστως στην αύξηση των εισαγωγών χωρίς καύσιμα και πλοία κατά 5,7% και δευτερευόντως στην αύξηση των εισαγωγών καυσίμων και πλοίων (+5,5% και +95,5% αντίστοιχα). Αντίθετα, οι εξαγωγές καυσίμων μειώθηκαν κατά 6,7%, ενώ το αντίστοιχο περσινό διάστημα είχαν σημειώσει αύξηση κατά 16%. Τέλος, οι εξαγωγές χωρίς καύσιμα κατέγραψαν αύξηση κατά 4,3%, αρκετά χαμηλότερη από αυτήν που είχαν καταγράψει το πρώτο τρίμηνο του 2018 (+12,2%).
Το πλεόνασμα στο ισοζύγιο των υπηρεσιών αυξήθηκε κατά 42,5% σε ετήσια βάση, στο διάστημα Ιανουαρίου - Μαρτίου του 2019. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται τόσο στην αύξηση των εισπράξεων από μεταφορές (+10%) όσο και στην αύξηση των τουριστικών εισπράξεων (+37,2%).
Ειδικότερα όσον αφορά στις εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες, παρουσίασαν αύξηση σε ετήσια βάση κατά 37,2% (συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας), έναντι μικρότερης αύξησης κατά 13,2% που είχαν καταγράψει το πρώτο τρίμηνο 2018. Οι εισπράξεις από κατοίκους των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξήθηκαν κατά 21,9%, ενώ αξιοσημείωτη ήταν και η αύξηση των εισπράξεων από κατοίκους των χωρών εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά 61%. Η αύξηση των τουριστικών εισπράξεων προήλθε τόσο λόγω της αύξησης των τουριστικών αφίξεων όσο και λόγω της αύξησης της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι των ξένων επισκεπτών κατά 27,7%.
Οι αφίξεις τουριστών το πρώτο τρίμηνο του έτους αυξήθηκαν κατά 7,8% σε ετήσια βάση, έναντι 12,8% το αντίστοιχο διάστημα του 2018, ενώ ο αριθμός τους ανήλθε σε 1,9 εκ. ταξιδιώτες. Συγκεκριμένα η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξήθηκε οριακά (+0,2%), ενώ αύξηση κατά 19,1% κατέγραψαν οι τουριστικές αφίξεις από τις χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αξιοσημείωτη αύξηση κατέγραψαν τόσο οι αφίξεις όσο και οι εισπράξεις από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία (Γράφημα 6). Αντίθετα, οι αφίξεις από τη Γερμανία, που καταλαμβάνουν περίπου το 9% των συνολικών αφίξεων, ήταν μειωμένες στο πρώτο τρίμηνο του έτους σε σύγκριση με το αντίστοιχο περσινό κατά -9,6%, ενώ αντίστοιχα οι εισπράξεις Γερμανών επισκεπτών αυξήθηκαν κατά 9,5% έναντι αύξησης 35,7% το πρώτο τρίμηνο του 2018.
Επιπρόσθετα, το πρώτο τρίμηνο του 2019, το ισοζύγιο των πρωτογενών εισοδημάτων παρουσίασε πλεόνασμα ύψους €813 εκατ., έναντι πλεονάσματος €739 εκατ. του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος πέρυσι, ενώ το ισοζύγιο δευτερογενών εισοδημάτων παρουσίασε έλλειμα ύψους € 21,3 εκατ., έναντι πλεονάσματος 229,8 εκατ. το πρώτο τρίμηνο του 2018. Τέλος, το πλεόνασμα στο ισοζύγιο κεφαλαίων μειώθηκε οριακά, κατά 0,6%, σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2018.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος (ESI) στην Ελλάδα διαμορφώθηκε τον Μάϊο στις 100,8 μονάδες , παρουσιάζοντας μικρή άνοδο σε σχέση με τον Απρίλιο (100,3 μονάδες), αλλά πτώση έναντι του Μαΐου του 2018 (103,6 μονάδες). Επιπλέον, το οικονομικό κλίμα στην Ευρωζώνη βελτιώθηκε, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις 105,1 μονάδες (από 103,9 μον.), ενώ στην ΕΕ-28 καταγράφηκε σταθερότητα (103,8 από 103,6 μον.). Σε επίπεδο χωρών της Ευρωζώνης, σημειώθηκε άνοδος του κλίματος και στις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες, ήτοι στην Γερμανία (+0,4), την Γαλλία (+4,0), την Ιταλία (+1,7) και την Ισπανία (+1,3). Σε επίπεδο ΕΕ-28, ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς το οικονομικό κλίμα κατέγραψε τη χαμηλότερη επίδοση των έξι τελευταίων ετών (94,5 μον.), εξέλιξη η οποία αντανακλά τις ανησυχίες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε σχέση με την παρατεταμένη διαδικασία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ και την επίπτωσή της στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας.
Αναφορικά με τις επιχειρηματικές προσδοκίες ανά τομέα στην Ελλάδα, οι σχετικοί δείκτες βελτιώθηκαν στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες αλλά επιδεινώθηκαν στο λιανικό εμπόριο και στις κατασκευές. Ως προς την καταναλωτική εμπιστοσύνη, σημειώνεται άνοδος και τον Απρίλιο, διατηρώντας σχεδόν αμείωτη την ανοδική δυναμική που καταγράφεται από το καλοκαίρι και μετά.