Στουρνάρας: Στενά τα περιθώρια χρηματοδότησης των συντάξεων
Την ανάγκη συμβολής του ιδιωτικού τομέα στο σύστημα υγείας τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, καθώς, όπως ανέφερε τα περιθώρια χρηματοδότησης των συντάξεων μόνο μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό είναι πλέον στενά.
Ειδικότερα, σε ομιλία του στο 12ο ασφαλιστικό συνέδριο, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία μακροπρόθεσμα, κρούοντας τον κώδωνα για τους κινδύνους που απειλούν τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών, όπως η πλημμελής εφαρμογή ή και ανατροπή των μεταρρυθμίσεων αυξάνει τις απαιτήσεις από τα δημόσια ταμεία και συνεπάγεται υψηλότερη συνταξιοδοτική δαπάνη.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η εφαρμογή των αποφάσεων της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και μάλιστα πιθανόν με αναδρομική ισχύ.
«Η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να συμβάλει σε ένα βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία, μέσω της αύξησης των παραγωγικών επενδύσεων», υπογράμμισε στην ομιλία του. Η ενίσχυση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας το 2018, όπου σημειώθηκε ρυθμός ανόδου 1,9% έναντι 1,5% το 2017, στηρίχθηκε στην αύξηση των εξαγωγών και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Συνεπώς, εστιάζοντας στον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλισης, η παροχή συνταξιοδοτικών υπηρεσιών, λειτουργώντας συμπληρωματικά της κοινωνικής ασφάλισης, μπορεί να αναδείξει τα πλεονεκτήματα των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων: Μέσω της αποταμίευσης και της παραγωγικής αξιοποίησής της, μπορεί να δημιουργηθεί μεγάλος όγκος αποθεματικών, παρέχοντας πολύτιμους πόρους για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης της χώρας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Οι πρόσφατες εξελίξεις αναδεικνύουν αρκετές θετικές πτυχές της ανάπτυξης και λειτουργίας του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλισης. Η ελληνική ασφαλιστική αγορά έχει πλέον καλύψει την απόσταση που τη χώριζε μέχρι το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας από τις υπόλοιπες αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πλέον δεν υπάρχουν οι δυσανάλογοι κίνδυνοι που συνεπάγονταν τα νοσοκομειακά προγράμματα με τις ισόβιες και απεριόριστες καλύψεις, ακόμη και με μηδενική δυνατότητα αύξησης των ασφαλίστρων. Σήμερα, τα περισσότερα νοσοκομειακά προγράμματα είναι ετήσια, με λελογισμένους περιορισμούς και απαλλαγές στις καλύψεις.
Όμως, παρά το γεγονός ότι σήμερα το επίπεδο της ασφάλειας και ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών της ασφαλιστικής αγοράς είναι υψηλότερο από ό,τι στο παρελθόν, αυτό δεν αντανακλάται στα αποτελέσματά της, όπως λογικά θα αναμενόταν: Το 2006, η παραγωγή ασφαλίστρων ανερχόταν σε 4,7 δισ. ευρώ, ενώ το 2018, δώδεκα χρόνια μετά, υποχώρησε στα 3,8 δισ. ευρώ. Αντίθετα, το 2006 τα ίδια κεφάλαια των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ανέρχονταν σε περίπου 2 δισ. ευρώ, ενώ σήμερα ξεπερνούν τα 3 δισ. ευρώ.
Ούτε έμεινε ανεπηρέαστη από την παρατεταμένη οικονομική ύφεση που προκάλεσε η κρίση του δημοσίου χρέους και η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, καθώς πολλοί καταναλωτές, λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματός τους, είτε αναγκάστηκαν να εξαγοράσουν τα ασφαλιστικά τους συμβόλαια, είτε να απέχουν ολοκληρωτικά από την προσωπική και οικογενειακή τους ασφάλιση, πόσο μάλλον από την κάλυψη κινδύνων περιουσίας», ανέφερε.
«Ωστόσο, έχουμε ενδείξεις ότι η ασφαλιστική αγορά έχει αρχίσει να ανακάμπτει την τελευταία διετία, με ρυθμό ανάλογο ή και ταχύτερο από την ελληνική οικονομία. Ήδη από το έτος 2017 υπάρχει αντιστροφή της τάσης συρρίκνωσης της αγοράς καθώς τα ασφάλιστρα αυξήθηκαν κατά 2,43% έναντι του 2016. Επίσης, από τα στοιχεία 31.12.2018 προκύπτει ότι η αύξηση πέρυσι ήταν 1,83%. Την ίδια περίοδο, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν 1,5% και 1,9% αντίστοιχα.