Τι ζήτησε η ΕΣΕΕ από τον Στουρνάρα για τις ΜμΕ
Με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, συναντήθηκε σήμερα η ηγεσία της ΕΣΕΕ, με προεξέχοντα τον πρόεδρο της Συνομοσπονδίας, Γιώργος Καρανίκα.
Σύμφωνα με σχετική ενημέρωση της ΕΣΕΕ, στην ατζέντα της συζήτησης κυριάρχησε το θέμα της ρευστότητας και της πρόσβασης των ΜμΕ στη χρηματοδότηση.
Ειδικότερα, από την πλευρά της ΕΣΕΕ επισημάνθηκε πως ενώ η εγγύηση που παρέχει η ΕΤΕΑΝ φθάνει έως το 80% επί του ύψους της πίστωσης προς τις επιχειρήσεις, η ΤτΕ καταγράφει στα βιβλία τραπεζών μόλις το 40%, καθώς το υπόλοιπο λογίζεται ως κρατικό ρίσκο που αναλαμβάνει η ίδια. Η ΕΣΕΕ έθεσε με έμφαση το ζήτημα των συνεταιριστικών τραπεζών που έχουν τεθεί σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, ζητώντας να τροποποιηθεί η οδηγία της ΤτΕ σύμφωνα με την οποία, οι ρυθμίσεις στα επιχειρηματικά δάνεια των εν λόγω τραπεζών θα είναι μάξιμουμ 10ετούς διάρκειας, ανεξάρτητα από την πραγματική δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη.
Πρότεινε, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και βέλτιστης απόδοσης της ρύθμισης, να αξιολογείται το οικονομικό προφίλ του δανειολήπτη και ανάλογα να προσαρμόζεται η διάρκεια του χρόνου αποπληρωμής και το ύψος της μηνιαίας δόσης. Επιπλέον ζήτησε να υπαχθεί ο εκάστοτε εκκαθαριστής στον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών, ο οποίος καθιστά υποχρεωτική την επικοινωνία με το δανειολήπτη και την ενημέρωση του για το ύψος και την πορεία της οφειλής του.
Η ΕΣΕΕ υπογράμμισε πως την προσβασιμότητα των επιχειρήσεων στο τραπεζικό σύστημα δυσχεραίνει η χαμηλή ανταπόκριση των τραπεζών στα αιτήματα ρύθμισης ή νέων συνεργασιών από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η οποία οφείλεται είτε στη μείωση προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, είτε στην επιλογή τους να εξυπηρετήσουν κατά προτεραιότητα τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, επισημάνθηκε η πολυπλοκότητα της σχέσης τραπεζών- ΜμΕ σε οικονομικό, νομικό και εποπτικό επίπεδο, η οποία είτε καθιστά πολλές φορές αδύνατο για τις μικρές επιχειρήσεις να ανταποκριθούν, ή τις υποχρεώνει να πληρώνουν για έξτρα υπηρεσίες.
Οι εκπρόσωποι της ΕΣΕΕ αναφέρθηκαν επίσης στις υψηλές επιβαρύνσεις που εξακολουθούν να υφίστανται οι επιχειρήσεις στη χώρα μας, λόγω αφενός των υπερβολικών επιτοκίων δανεισμού και αφετέρου λόγω των υπέρμετρων χρεώσεων και προμηθειών των τραπεζικών εργασιών στις ηλεκτρονικές συναλλαγές.