Πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ αλλά η επιτήρηση συνεχίζεται
«Ναι» στην πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ είπε η ευρωπαϊκή πλευρά κατά τη συνεδρίαση του Euro Working Group.
Αφότου καμία χώρα-μέλος δεν εξέφρασε ενστάσεις, το αίτημα έγινε δεκτό από τις Βρυξέλλες.
Σημειώνεται πως η Αθήνα θέλει να προχωρήσει στη συμβολική προεξόφληση των δύο πρώτων ετών του δανείου το οποίο λήγει το 2024, προκειμένου σε πρώτη φάση να ελαφρύνει τις υποχρεώσεις την τρέχουσα διετία ακόμα περισσότερο.
Στόχος είναι η εξόφληση των υποχρεώσεων του 2019 – 2020 που αφορά δόσεις αποπληρωμής συνολικά 3,7 δισ. (1,5 δισ. ευρώ που λήγουν εφέτος και 2,2 δισ. ευρώ που λήγουν το 2020). Πρόκειται για τμήμα του δανείου με (πολύ υψηλό) επιτόκιο 5,13%.
Ο τεχνοκρατικός σχεδιασμός προβλέπει ότι για την αποπληρωμή τους θα αντληθούν 2 δισ. ευρώ απευθείας από το cash buffer (“μαξιλάρι”), ενώ τα υπόλοιπα θα αντληθούν από τη δεξαμενή των 35 δισ ευρώ του λογαριασμού στην Τράπεζα της Ελλάδας, όπου μπαίνουν τα πρωτογενή, τα repos, τα έσοδα των εκδόσεων ομολόγων κ.λ.π. Βεβαίως υπάρχει και η άντληση ποσού, περίπου 2 δισ. από τις αγορές.
Αυτή την στιγμή η Ελλάδα είναι ο τρίτος μεγαλύτερος οφειλέτης στο ΔΝΤ, πίσω από Αργεντινή και Ουκρανία και η χώρα μας οφείλει περίπου 9,4 δισεκατομμύρια ευρώ στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η πρόωρη, αποπληρωμή δανείων του ΔΝΤ,σημαίνει και πολιτική απεμπλοκή του Ταμείου ή παραμένει στη ζωή μας;
Η μετα-Μνημονιακή εποπτεία της Ελλάδας θα συνεχιστεί ως έχει ακόμα κι αν η χώρα εξαγοράσει μέρος ή το σύνολο των δανείων που οφείλει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κάτι που δήλωσε προσφάτως ο εκπρόσωπος του οργανισμού Τζέρι Ράις.
Και θα εκδίδει εκθέσεις οι οποίες θα αποτελούν «ευαγγέλιο» για τις αγορές, στις οποίες θα απευθυνόμαστε όλο και πιο συχνά. Και εάν οι εκθέσεις είναι δυσμενείς για την οικονομία, τόσο θα αυξάνεται και το κόστος δανεισμού της χώρας.
Η ολοκλήρωση αυτής της πρόωρης εξόφλησης δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η Ελλάδα απαλλάσσεται από το ΔΝΤ. Θα το ξαναβρεί μπροστά της σε περίπου 18- 19 μήνες, καθώς το σύνολο των δανείων του Ταμείου ξεπερνά τα 9 δισ ευρώ. Οι πληροφορίες αναφέρουν, άλλωστε, ότι οι Γερμανοί, οι Ολλανδοί και οι λοιποί Βόρειοι έκαναν σαφές ότι επιθυμούν την ενεργό παρουσία του ΔΝΤ στα ελληνικά πράγματα και ως ασφαλιστική δικλείδα θα λειτουργήσουν τα υπόλοιπα των δανείων του. Όσο παραμένει το υπόλοιπο πάνω από τα 6 δισ. ευρώ, η Ελλάδα παραμένει στο αυστηρό πρόγραμμα μεταμνημονιακής επιτήρησης από το Ταμείο με δύο ελέγχους το χρόνο.
Τα «καμπανάκια» του Ταμείου
Το Ταμείο στην πρώτη του έκθεση στο πλαίσιο ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας , στο βασικό σενάριο καταγράφει τους προβληματισμούς του για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στο δημοσιονομικό μέτωπο κυρίως εξαιτίας των αναμενόμενων αποφάσεων του ΣτΕ αλλά και εξαιτίας της προοπτικής των εκλογών που παραδοσιακά αυξάνει τη ροπή προς παροχές.
Παράλληλα κρούει κώδωνα κινδύνου για την ανάγκη δραστικών λύσεων χωρίς δημοσιονομικό κόστος για τη μείωση των κόκκινων δανείων, επιμένει στην ανάγκη μείωσης του αφορολογήτου ώστε να διευκολυνθεί η μείωση των άμεσων φόρων και καλεί την κυβέρνηση να ξανασκεφτεί το θέμα της αναστροφής των μνημονιακών αλλαγών στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, εκφράζοντας ευθέως τη διαφωνία του σε μισθολογικές αυξήσεις οι οποίες υπερβαίνουν την αύξηση της παραγωγικότητας.
Σε ειδικό κεφάλαιο όπου αναλύεται το δυσμενές σενάριο εξελίξεων, διαβλέπει υψηλό κίνδυνο μεταρρυθμιστικής κόπωσης και πισωγυρισμάτων κυρίως εξαιτίας των προεκλογικών πιέσεων ενώ ζητά σχέδιο έκτακτης ανάγκης υπό τον κίνδυνο μαζικές δικαστικές αποφάσεις ακύρωσης μνημονιακών περικοπών να οδηγήσουν σε φαινόμενο χιονοστιβάδας με εφάπαξ δημοσιονομικό κόστος έως και 9,5 δισ. ευρώ και μόνιμες επιβαρύνσεις της τάξεως του 1,5 δισ. ευρώ το χρόνο.
Σε αυτή την περίπτωση, οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων διαταράσσονται όπως και η δυνατότητα ομαλής αποπληρωμής των χρεών του ελληνικού δημοσίου. Πρόκειται για ένα σενάριο που έρχεται κόντρα στη βασική εκτίμηση του Ταμείου το οποίο προβλέπει τήρηση των δεσμεύσεων για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και επαρκή δυνατότητα ομαλών αποπληρωμών των υποχρεώσεων προς τους πιστωτές.