Handelsblatt: Θετικές οι προοπτικές για τις συστημικές
Θετική είναι η προοπτική των μεγάλων συστημικών στην Ελλάδα υποστηρίζει η Handelsblatt σε άρθρο της, όπου γίνεται «ταμείο» για τα εταιρικά μεγέθη των τεσσάρων τραπεζών, που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα.
Όπως μεταφέρει η Deutsche Welle, το δημοσίευμα της Handelsblatt σημειώνει πως «οι αναλυτές της HSBC παραπέμπουν στο ότι το οικονομικό κλίμα και η καταναλωτική εμπιστοσύνη βελτιώθηκε στην Ελλάδα. Με την ανάληψη των καθηκόντων της νέας οικονομικά φιλικής συντηρητικής κυβέρνησης τον περασμένο Ιούλιο καλυτέρευσαν σύμφωνα με εμπειρογνώμονες οι μακροοικονομικές προοπτικές, από τις οποίες θα πρέπει να ωφεληθούν και οι τράπεζες. Ακόμη και αναλυτές της JP Morgan και της Deutsche Bank είναι θετικά διακείμενοι απέναντι στις ελληνικές τράπεζες (…) αλλά και οι αναλυτές της Bank of America Merill Lynch ανακάλυψαν τις ελληνικές τράπεζες.
Μετά από μακρά διακοπή συμπεριέλαβαν και πάλι τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στον κατάλογο των τραπεζών υπό παρακολούθηση και συστήνουν στους επενδυτές ομόλογα της Eurobank. Ο λόγος είναι ότι πρόκειται για την πρώτη τράπεζα που θα καταφέρει ήδη από το 2021 να μειώσει κάτω από το 10% το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων». Η εφημερίδα αποκαλεί τα κόκκινα δάνεια ως την πιο «βαριά κληρονομιά» της κρίσης. «Αλλά οι τράπεζες εργάζονται για να 'καθαρίσουν' από αυτά».
Την ίδια θετική εικόνα για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα δίνει και η ελβετική Neue Zürcher Zeitung. «Παρά τον εμπορικό πόλεμο και τους κακούς δείκτες οικονομικής ανάπτυξης τα χρηματιστήρια κάνουν ράλι, οι αγορές έχουν ξεπεράσει προ πολλού τις προειδοποιήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τους πιο χαμηλούς δείκτες ανάπτυξης το 2020 και εκτιμούν ότι από εκεί και μετά η ανάπτυξη θα πάρει ώθηση.
Στους μεγάλους νικητές ανήκουν ομόλογα, που πριν λίγο καιρό θεωρούνταν ριψοκίνδυνα (…) οι τιμές των ελληνικών ομολόγων μέσα σε ένα χρόνο αυξήθηκαν πάνω από 30%. Οι προσφορές στην πρόσφατη έκδοση ομολόγου 2,5 δισ. ευρώ υπερέβησαν το πενταπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου. Η απόδοση δεκαετούς ομολόγου του δημοσίου υποχώρησε στο 1,4%, λιγότερο και από ό,τι ομόλογα των ΗΠΑ».