Ο εν λόγω δικηγόρος, μόλις εισέπραξε το εφάπαξ, αμέσως υπέβαλε αίτημα επανεγγραφής στον ίδιο Δικηγορικό Σύλλογο, το οποίο έγινε αποδεκτό από το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Ειδικότερα, τον Αύγουστο του 2015, ο δικηγόρος υπέβαλε στον Δικηγορικό Σύλλογο δήλωση παραίτησης-αποχώρησης. Έτσι, διαγράφηκε από τον σύλλογο και με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου τού απονεμήθηκε ο τίτλος του «επίτιμου δικηγόρου».
Αμέσως μετά, υπέβαλε αίτηση στο Ταμείο Αλληλοβοηθείας Δικηγόρων προκειμένου να του χορηγηθεί το εφάπαξ. Την 9η Σεπτεμβρίου 2015 η αίτηση για τη χορήγηση του εφάπαξ εγκρίθηκε από το Ταμείο και έξι μέρες μετά εισέπραξε το εφάπαξ των 45.499 ευρώ.
Ωστόσο, μετά την είσπραξη του εφάπαξ, υπέβαλε στο υπουργείο Δικαιοσύνης αίτηση επαναδιορισμού του στον σύλλογο όπου μέχρι πρότινος ήταν εγγεγραμμένος. Τρείς μέρες μετά (18.9.2015) η αίτηση επαναδιορισμού του έγινε δεκτή από το υπουργείο Δικαιοσύνης και η σχετική απόφαση δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2015 γνωστοποιήθηκε στον Δικηγορικό Σύλλογο η απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης και επανεγγράφηκε ξανά ως ενεργός δικηγόρος στα μητρώα του Συλλόγου.
Μετά από όλα αυτά, το Ταμείο Αλληλοβοηθείας Δικηγόρων προσέφυγε στα Πολιτικά Δικαστήρια, διεκδικώντας την επιστροφή του εφάπαξ, με τους νόμιμους τόκους.
Το Ταμείο υποστήριξε ότι η αποχώρησή του ήταν προσχηματική, εικονική και χρησιμοποιήθηκε ως μέσο προς εξυπηρέτηση αποκλειστικά και μόνο του σκοπού της είσπραξης του εφάπαξ.
Παράλληλα, υποστήριξε ότι η συμπεριφορά του δικηγόρου παραβιάζει τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη, ενώ έγινε αδικαιολόγητα πλουσιότερος, αφού εισέπραξε το εφάπαξ για αιτία η οποία δεν ακολούθησε.
Τελικά, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο δικηγόρος, με την αντίθετη στα χρηστά ήθη συμπεριφορά του, ζημίωσε το Ταμείο και η αγωγή του τελευταίου είναι νόμιμη και για τον λόγο αυτόν έγινε δεκτή, υποχρεώνοντας τον δικηγόρο να επιστρέψει το ποσό των 45.499 ευρώ μαζί με τους νόμιμους τόκους.