Το χρονικό της πύρινης κόλασης μέσα από τις περιγραφές αυτόπτη μάρτυρα
Ήταν γύρω στις δύο το μεσημέρι την περασμένη Δευτέρα. Μία ακόμη ζεστή καλοκαιρινή ημέρα έβρισκε τους κατοίκους του Νέου Βουτζά, του Ματιού, της Ραφήνας να απολαμβάνουν την ήρεμη καθημερινότητά τους, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα.
Τα περισσότερα σπίτια ήταν γεμάτα, καθώς ακόμη κι εκείνοι που μένουν στις παραπάνω περιοχές κατά τους θερινούς μήνες, είχαν ήδη φτάσει. Οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα εκείνη την ώρα μεταδίδουν τα νέα από τη φωτιά στην Κινέττα, μία είδηση που στεναχωρεί, αλλά δεν αλλάζει την καθημερινότητα των κατοίκων. Ξαφνικά, το κλίμα αυτό αλλάζει, χωρίς ωστόσο κανείς να μπορεί να προβλέψει το τι θα ακολουθούσε σε πολύ λίγη ώρα...
Ο ουρανός πάνω από την περιοχή αρχίζει να σκοτεινιάζει. Η ατμόσφαιρα στο Νέο Βουτζά βαραίνει, τα τηλέφωνα αρχίζουν να χτυπούν και οι πρώτες στιγμές αγωνίας κάνουν την εμφάνισή τους. Οι άμεσες - αφελείς (όπως αποδείχθηκε) εξηγήσεις που έδιναν μεταξύ τους οι κάτοικοι, αφορούν τη φωτιά στην Κιννέτα και τη μεταφορά καπνού από εκείνη τη μεγάλη φωτιά. Είναι σαφές ότι οι κάτοικοι υποσυνείδητα έχουν μπερδέψει την επιθυμία τους με τη πραγματικότητα. Σε λίγα λεπτά, όμως, οι πρώτες σειρήνες των πυροσβεστικών οχημάτων που σταθμεύουν για λόγους πρόληψης στο Νέο Βουτζά, θα διαλύσουν κάθε αμφιβολία.
Οι καπνοί λεπτό με το λεπτό γίνονται πιο έντονοι, ο ήλιος «κρύβεται» και η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική. Η είδηση φτάνει και διαδίδεται αμέσως από στόμα σε στόμα: ξέσπασε φωτιά στην περιοχή του Νταού Πεντέλης (πρόκειται για την περιοχή που ενώνει την Καλλιτεχνούπολη με το Νέο Βουτζά). Η αγωνία μόλις ξεκινά. Όλοι στρέφουν το βλέμμα τους στον κόκκινο πλέον ουρανό από τους καπνούς και την αποπνικτική ζέστη. Κανείς δεν φεύγει, γιατί όλοι ελπίζουν ότι (και αυτή) η φωτιά θα σβήσει, πριν γίνει απειλή για τις ζωές και τις περιουσίες τους.
Τα μπαλκόνια γεμίζουν από ανθρώπους, που κοιτούν τον ουρανό. Στο κεντρικό σημείο του Νέου Βουτζά μαζεύεται κόσμος, τα τηλέφωνα χτυπούν ασταμάτητα. Όλοι περιμένουν τον ήχο των πυροσβεστικών αεροσκαφών και των ελικοπτέρων. Πράγματι, εμφανίζεται γύρω στις τρεις το μεσημέρι ένα ελικόπτερο, που κάνει ρίψεις νερού, προφανώς δεν είναι αρκετό, καθώς η φωτιά είναι μεγάλη και επεκτείνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Οι δυνάμεις δεν επαρκούν και οι πρώτες φλόγες φτάνουν στο Νέο Βουτζά.
Απειλείται το Λυρειο Ίδρυμα, μία μονή, όπου στεγάζονται ορφανά παιδιά και ηλικιωμένοι. Η φορά του ανέμου αλλάζει και η φωτιά αρχίζει να κατεβαίνει από το βουνό. Θυμίζει ηφαιστειακή λάβα, που καταστρέφει σε ελάχιστο χρόνο ό,τι βρίσκει μπροστά της. Ο πανικός πλέον έχει κυριεύσει τους κατοίκους. Με δυσκολία ανασαίνουν, όχι μόνο οι ηλικιωμένοι, αλλά και οι νεότεροι .
Οι καπνοί εμποδίζουν την ορατότητα, ενώ τα σπίτια παραδίδονται το ένα μετά το άλλο στις φλόγες. Η αστυνομία ζητεί από τους κατοίκους να φύγουν με κατεύθυνση τη Λεωφόρο Μαραθώνος. Είναι σαφές ότι και οι άνδρες της ΕΛΑΣ έχουν πανικοβληθεί. Φωνάζουν στους πολίτες, που θέλουν να μείνουν και να προστατεύσουν το σπίτι τους. Με τί άραγε; Με το λάστιχο που χρησιμοποιούν για το πότισμα; Τα λεπτά κυλούν και η φωτιά σχεδόν καταδιώκει τα αυτοκίνητα, καθώς «τρέχει» περισσότερο. Οι μικροί δρόμοι του βουνού θυμίζουν - μέσα σε ελάχιστα λεπτά - το κέντρο της Αθήνας σε ώρα αιχμής...
Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι κάτοικοι του Ματιού παρακολουθούν τα όσα εξελίσσονται λίγα μέτρα πιο πάνω. Δεν πιστεύουν ότι η φωτιά θα φτάσει σε αυτούς.
«Τόσες φωτιές έχουμε ζήσει. Εδώ δεν έχουν φτάσει ποτέ», λένε μεταξύ τους και έχουν δίκιο, το Μάτι δεν είχε καεί ποτέ! Οι παλαιότεροι θεωρούν ότι θα υπάρξει -όπως και κατά το παρελθόν - μία πυροσβεστική «ασπίδα» επί της Λεωφόρου Μαραθώνος. Ποιά «ασπίδα»; Πότε; Από ποιούς; !! Η φωτιά καταδιώκει τις κατοίκους του Νέου Βουτζά, τους οποίους η αστυνομία ωθεί διαρκώς και πιο μακριά, με κατεύθυνση στο λιμάνι της Ραφήνας πλέον.
Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα η φωτιά περνά την Μαραθώνος και φτάνει στο Μάτι. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία, που η κεντρική Λεωφόρος της ανατολικής Αττικής είναι τυλιγμένη στις φλόγες. Όπου και να κοιτάξουν οι έντρομοι κάτοικοι, βλέπουν τεράστιες πύρινες «γλώσσες» να καίνε τα πάντα. Τα δέντρα πέφτουν στους δρόμους, οι κολόνες της ΔΕΗ δεν αντέχουν, ενώ διακόπτεται και το νερό. Η αστυνομία και η πυροσβεστική διώχνουν τον κόσμο, αλλά είναι προφανές ότι δεν γνωρίζουν την περιοχή, καθώς έχουν έρθει εσπευσμένα από την Αθήνα. Η Μαραθώνος γεμίζει μέσα σε λίγο χρόνο από αυτοκίνητα και ανθρώπους, που κλαίνε, γιατί δεν γνωρίζουν, τι έχουν αφήσει πίσω τους. Δεν γνωρίζουν, που βρίσκονται τα συγγενικά τους πρόσωπα, δεν βλέπουν τίποτε άλλο από μία ολική καταστροφή. Μία ταινία τρόμου, στην οποία είναι θεατές...
Η φωτιά έχει περάσει πλέον στο Μάτι. Η κεντρική οδός γεμίζει από αυτοκίνητα. Η Ποσειδώνος, ο μικρός παραλιακός δρόμος διπλής κατεύθυνσης, που μετά βίας χωρά δυο αυτοκίνητα δίπλα - δίπλα, μετατρέπεται σε ένα «ποτάμι» αυτοκινήτων, που αναζητά μάταια διέξοδο.
Κάπου εκεί τελειώνουν όλα! Η φωτιά φτάνει στη θάλασσα και σβήνει, επειδή δεν έχει τίποτε άλλο να κάψει. Αφήνει πίσω της νεκρούς, κατεστραμμένες περιουσίες, κόπους μιας ζωής.
Η νύχτα βρίσκει τους ανθρώπους των περιοχών αυτών σε απόγνωση. Δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με τα παιδιά τους, τους γονείς τους, τους φίλους τους. Δεν μπορούν να επιστρέψουν στο σπίτι τους, δεν ξέρουν καν, τι έχει συμβεί. Με δάκρυα στα μάτια ο ένας ρωτά τον άλλο, εάν είδε τι συνέβη, εάν έμαθε νέα για κάποιον γείτονα, φίλο, συγγενή. Κανείς, όμως, δεν έχει τις απαντήσεις. Μόνο δάκρυα, σκοτάδι και η μυρωδιά του καμένου.
Για όλους αυτούς τους ανθρώπους στο Νέο Βουτζά, στο Μάτι, στη Ραφήνα ο εφιάλτης δεν τελείωσε με το σβήσιμο της πυρκαγιάς. Εκείνη τη νύχτα ο εφιάλτης ξεκινούσε....