Ορατός ο κίνδυνος απόσυρσης φαρμάκων από την ελληνική αγορά
Σύμφωνα με πληροφορίες της EURACTIV, οι φαρμακευτικές εταιρείες που εδρεύουν στη χώρα ήρθαν σε επαφή με το Υπουργείο Υγείας και προειδοποίησαν για το ενδεχόμενο να μην συνεχίσουν να παρέχουν καινοτόμα φάρμακα στο εγγύς μέλλον.
Η βασική αιτία για την απόσυρση των φαρμάκων αφορά στο μέτρο που εισήγαγε πρόσφατα η ελληνική κυβέρνηση ως μέρος της συμφωνίας διάσωσης με τους δανειστές, ζητώντας από τη φαρμακοβιομηχανία την υποχρεωτική επιστροφή του 25% για νέα φάρμακα που προστατεύονται από ευρεσιτεχνίες.
Η συγκεκριμένη «έκπτωση» στην ετήσια προσέλευση έχει αναδρομική εφαρμογή από τον Ιανουάριο του 2017.
Από την πλευρά τους, οι φαρμακευτικές εταιρείες υποστηρίζουν ότι δέχονται πιέσεις από τα κεντρικά γραφεία τους στο εξωτερικό για τη διακοπή παροχής καινοτόμων φαρμάκων, ενώ ταυτόχρονα προειδοποιεί ότι οι ασθενείς ενδέχεται να αντιμετωπίσουν την έλλειψη πρόσβασης σε συγκεκριμένα φάρμακα.
ΕΟΠΥΥ: Κανείς δεν είναι «αναγκασμένος»
H EURACTIV επικοινώνησε με τον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας, για να σχολιάσει επί του θέματος. Ανώνυμες πηγές από τον EOΠYY ανέφεραν ότι το υπουργείο Υγείας είχε λάβει την απόφαση για την έκπτωση.
Εξήγησαν, ακόμη, ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν δύο επιλογές: είτε να απευθυνθούν στην επιτροπή διαπραγμάτευσης του ΕΟΠΥΥ και να εργαστούν για μια βελτιωμένη, αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία, ώστε να αποφευχθεί η έκπτωση έως και 25% ή να καταβάλλουν το 25% του ετήσιου κύκλου εργασιών, όπως απαιτείται από το νόμο.
«Τα μέτρα αυτά δεν υπάρχουν μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ».
«Ο EOΠYY δεν αναγκάζει καμία εταιρεία να παρέχει καινοτόμα φάρμακα στην αγορά, εάν η ίδια δεν το επιθυμεί, […] ωστόσο, αυτό που κάνει είναι να διασφαλίζει την πρόσβαση των ασθενών στην καινοτόμο υγειονομική περίθαλψη, όταν κρίνεται αναγκαίο», αναφέρουν οι πηγές.
Τέλος, διευκρινίζουν ότι «Στις περιπτώσεις όπου ένας γιατρός αποφασίζει ότι ένας ασθενής χρειάζεται ένα φάρμακο που δεν κυκλοφορεί στην αγορά, τότε ο EOΠYY εξασφαλίζει την πρόσβαση σε αυτό».
Η ρήτρα «clawback»
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα ακανθώδες ζήτημα, λόγω των οικονομικών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει.
Επιπλέον, στο πλαίσιο της συμφωνίας διάσωσης, εισήγαγε το 2012 την ειδική συμβατική ρήτρα «clawback» ως «προσωρινό» μηχανισμό που στοχεύει στη μείωση των δημοσίων δαπανών σε νοσοκομειακή περίθαλψη, ο προϋπολογισμός της οποίας παρέμεινε σταθερός στα 1,9 δις για περισσότερο από τρία χρόνια.
Καθώς το συνολικό φαρμακευτικό κόστος υπερβαίνει τον προϋπολογισμό, οι φαρμακευτικές εταιρείες καλούνται να αποπληρώσουν την υπέρβαση.
Η λογική πίσω από την εισαγωγή αυτού του μηχανισμού υποδηλώνει ότι η σημερινή κατανάλωση συνταγογραφούμενων φαρμάκων είναι ασυμβίβαστη με τις πραγματικές ιατρικές ανάγκες. Συνεπώς, η υπέρβαση του προϋπολογισμού απορρέει από την υπερβολική συνταγογράφηση φαρμακευτικών παρασκευασμάτων ή από άλλες πιθανές ελλείψεις του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης.
Ο υπολογισμός της clawback βασίζεται στο μερίδιο αγοράς, καθώς και στην εξέλιξη κάθε επιχείρησης, πράγμα που σημαίνει ότι εάν αναπτύσσεται ένα φαρμακευτικό προϊόν και ταυτόχρονα αυξάνονται οι ιατρικές ανάγκες, τότε αυξάνεται και ο λογαριασμός της εταιρείας προς το κράτος.
Η EURACTIV ήρθε σε επαφή με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με το θέμα της ρήτρας clawback.
«Ο μηχανισμός clawback που λειτουργεί στην Ελλάδα επιτρέπει στις αρχές να ελέγχουν το κόστος που συνδέεται με τον προϋπολογισμό τους για την επιστροφή φαρμακευτικών προϊόντων, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την πρόσβαση των ασθενών στα φάρμακα που χρειάζονται», δήλωσε εκπρόσωπος Τύπου της ΕΕ.
«Η απόφαση για το είδος των φαρμάκων που καλύπτονται από αυτόν τον μηχανισμό εμπίπτει στην αρμοδιότητα των ελληνικών αρχών», κατέληξε.