Εφυγε στα 82 του ο τέως μονάρχης Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ
Έφυγε από τη ζωή ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ σε ηλικία 82 ετών. Το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν στην εντατική του «Υγεία», μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο Κωνσταντίνος χαρακτηρίστηκε ως άνθρωπος που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως «βασιλιάς δίχως βασίλειο». Ο ίδιος, πάντως, συνήθιζε να λέει ότι «δεν είμαι ο πρώην βασιλεύς, είμαι ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, τελεία και παύλα».
Αργότερα, σε μία σπάνια συνέντευξή του είχε εμφανιστεί πιο χαλαρός με το όλο ζήτημα. «Δεν με ενοχλεί το τέως. Όλοι είμαστε τέως κάτι...»
Γιος του Παύλου και της Φρειδερίκης
Γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου του 1940 στο σπίτι της οικογένειας στο Παλαιό Ψυχικό. Ήταν ο μοναδικός γιός του πρίγκιπα Παύλου Α′ και μετέπειτα Βασιλιά και της Φρειδερίκης. Την ημέρα της γέννησής του ρίφθηκαν 101 κανονιοβολισμοί από το λόφο του Λυκαβηττού, όπως συνηθιζόταν για να αναγγελθεί η γέννηση του νέου πρίγκιπα. Λίγους μήνες αργότερα βαπτίστηκε στην Μητρόπολη Αθηνών με ανάδοχο τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Κάϊρο, όπου και είχε καταφύγει η βασιλική οικογένειά, έχοντας διαφύγει με μυθιστορηματικό τρόπο λίγο μετά μετά από την έναρξη της Μάχης της Κρήτης. Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν από τα γεννοφάσκια του διάδοχος. Αυτό προέκυψε μετά τον αιφνίδιο θάνατο του θείου του Γεώργιου Β΄. Ο τελευταίος έφυγε από την ζωή την 1η Απριλίου του 1947 από ανακοπή καρδιάς. Αν και είχε παντρευτεί τη πριγκίπισσα της Ρουμανίας Ελισάβετ δεν απέκτησαν ποτέ παιδιά και χώρισαν.
Έτσι, ο αδελφός του και πατέρας του Κωνσταντίνου έγινε Βασιλιάς των Ελλήνων από το 1947 και αποτέλεσε το πέμπτο μέλος της δυναστείας Σλέσβιχ - Χολστάιν - Σόντερμπουργκ - Γλίξμπουργκ, που είχε ανέβει στον ελληνικό θρόνο το 1863. Μετά την ενθρόνιση του πατέρα του Παύλου, εκείνος ορίστηκε διάδοχος, όπως και, άλλωστε, όριζαν οι συνταγματικές διατάξεις. Θυμόταν τα παιδικά του χρόνια με νοσταλγία.
Απολάμβανε το σχολείο και τις παρέες, αλλά όχι και τα μαθήματα στο Εθνικό Εκπαιδευτήριο Αναβρύτων. Το σχολείο που είχε ιδρύσει ο πατέρας του το 1949 και ήταν εμπνευσμένο από το «Schule Schloss Salem» της Γερμανίας και «Gordonstoun» της Σκωτίας, τα οποία είχε ιδρύσει ο παιδαγωγός Κουρτ Χαν. Πάντα είχε έφεση στον αθλητισμό, ειδικά στο χόκεϊ, το βόλεϊ και το άλμα εις ύψος. Συμμετείχε με κέφι στις σχολικές θεατρικές παραστάσεις και θυμόταν με συγκίνηση την φορά που υποδύθηκε το Μάρκο Αντώνιο στον Ιούλιο Καίσαρα του Σαίξπηρ.
Το 1955 του απονεμήθηκε ο τίτλος του «Δούκα της Σπάρτης». Την ίδια χρονιά ζητήθηκε από τον λόγιο και καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνο Τσάτσο να του παραδώσει μαθήματα φιλοσοφίας. Όπερ και εγένετο. Συνέχισε τη διετή φοίτηση στα Σώματα των Ενόπλων Δυνάμεων. «Τα άλλα παιδιά είχαν ελεύθερα τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες, ενώ εγώ έκανα στρατιωτική εκπαίδευση», είχε σχολιάσει σε μία συνέντευξή του.
Το 1960 γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών. Ήταν η χρονιά που συμμετείχε και στους Ολυμπιακούς αγώνες της Ρώμης με την ομάδα ιστιοπλοϊας της Ελλάδας. Συμμετείχε ως πηδαλιούχος του σκάφους «Νηρεύς» με πλήρωμα τους Οδυσσέα Εσκιτζόγλου και ο Γιώργο Ζαΐμη. Η ομάδα απέσπασε το πρώτο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο της Ελλάδας μετά το 1912. Την εποχή εκείνη, πάντως, «μαθήτευε» ουσιαστικά στο πλευρό του πατέρα του, συνοδεύοντάς τον σε πολλές από τις επίσημες επισκέψεις του σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική.
Ο θάνατος του Βασιλιά Παύλου στα 62 του μόλις χρόνια από καρκίνο κατά πολλούς υπήρξε μοιραίος για τη χώρα, τον οίκο των Γλύξμπουργκ και τον ίδιο τον γιό του. Αυτός ήταν που τον διαδέχθηκε στις 6 Μαρτίου του 1964. Λίγο μετά παντρεύτηκε την Άννα Μαρία, την μικρότερη κόρη του βασιλιά Φρειδερίκου Θ′ και της βασίλισσας Ίνγκριντ της Δανίας. «Έχασα τον πατέρα μου στα 23 και παντρεύτηκα στα 24… Θα ήταν αδύνατον να ζήσω χωρίς να έχω μία τέτοια γυναίκα. Θαυμάζω την υπομονή της». Το ζευγάρι είχε αρχικά γνωριστεί το 1959 στη Δανία σε έναν επίσημο χορό.
Ξανασυναντηθήκαν το 1962 στο γάμο της αδελφής του πριγκίπισσας Σοφίας με τον βασιλιά της Ισπανίας Χουάν Κάρλος, όπου χόρευαν παρέα όλο το βράδυ. Η Φρειδερίκη λέγεται ότι παρατήρησε την έλξη μεταξύ των δύο νέων και κινητοποίησε τις διαδικασίες, θεωρώντας την Άννα Μαρία «κατάλληλη νύφη». Οι αρραβώνες του ζεύγους πραγματοποιήθηκαν τον Ιανουάριο του 1963, με την Άννα Μαρία να δηλώνει: «Δεν ονειρεύτηκα ποτέ να παντρευτώ ένα Βασιλιά. Ήθελα απλά να είμαι μία γυναίκα ευτυχισμένη με το σύζυγό μου. Ναι, αγαπώ εδώ και καιρό τον Κωνσταντίνο, και εύχομαι ο χρόνος να μας επιτρέψει να ζήσουμε μερικά χρόνια όπως όλος ο κόσμος».
Ο γάμος τους τελέστηκε με κάθε επισημότητα. Δέκα ημέρες πριν από τη γαμήλια τελετή, η Αθήνα σημαιοστολίστηκε, με τον κόσμο να πανηγυρίζει. Περισσότεροι από 600.000 Έλληνες συγκεντρώθηκαν να δουν τους νεόνυμφους και να τους ευχηθούν, αλλά και να θαυμάσουν τους 1.200 επίσημους προσκεκλημένους. Μεταξύ αυτών ήταν 18 βασιλείς, εφτά διάδοχοι θρόνων, δύο βασιλικοί σύζυγοι, 103 πρίγκιπες και πριγκίπισσες, καθώς και 20 δούκες και κόμητες. Το νεαρό ζευγάρι εθεωρείτο δημοφιλές. Υπήρξε, μάλιστα, μία ελπίδα ότι μετά τον γάμο η Δανέζα πριγκίπισσα, ίσως εκτόπιζε την βασιλομήτορα Φρειδερίκη και να μετρίαζε την επιρροή που αυτή ασκούσε στις αρμοδιότητες του γιού της. Κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανάρρηση του Κωνσταντίνου Β΄ στο θρόνο συνέπεσε με μία μεγάλη πολιτική αλλαγή. Η Ενωση Κέντρου υπό την ηγεσία του Γεωργίου Παπανδρέου ανέλαβε τη διακυβέρνηση μετά τον εκλογικό θρίαμβο του Φεβρουαρίου (52,72%). Η εμμονή του Κωνσταντίνου να ασκεί έλεγχο στις Ένοπλες Δυνάμεις και η άρνηση του να δεχθεί την αντικατάσταση του Πέτρου Γαρουφαλιά στο υπουργείο Αμυνας οδήγησε σε μετωπική σύγκρουση με τον πρωθυπουργό. Κατά πολλούς, ο «άπειρος» βασιλιάς Κωνσταντίνος έκανε διαδοχικά λάθη, αρχής γενομένης από τα περίφημα Ιουλιανά του 1965. Η Φρειδερίκη λειτούργησε όχι ως βασιλομήτωρ αλλά ως βασίλισσα. Μετείχε ενεργά στο συνταγματικό πραξικόπημα των Ιουλιανών και στην αποστασία. Η παρατεταμένη κρίση είχε τη τραγική κατάληξη της επιβολής της επτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1967 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄, αποπειράθηκε να ανατρέψει τη χούντα, αλλά απέτυχε. Μερικούς μήνες νωρίτερα, είχε αναγκαστεί να ορκίσει την κυβέρνησή τους. Μέχρι το τέλος υπερασπιζόταν την απόφασή του αυτή. Κάποτε είχε απαντήσει σε ερώτηση για το αν σήμερα θα έκανε το ίδιο. «Οπωσδήποτε θα την όρκιζα, οπωσδήποτε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, διότι μη ξεχνάτε ότι βρισκόμαστε στο άγνωστο και όταν λέω άγνωστο εννοώ ότι κανένας δεν είχε εξουσία εκείνη τη στιγμή, ο μόνος που είχε εξουσία εάν ήθελε να την ασκήσει ήμουν εγώ, αλλά και ποιος με άκουγε εκείνη τη στιγμή, ήταν πολύ περίεργη η κατάσταση, αλλά θα την όρκιζα την κυβέρνηση».
Με το δημοψήφισμα του 1974 οι πολίτες επέλεξαν με ποσοστό 69,2% την κατάργηση της μοναρχίας. Παρέμεινε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1981 και αυτό για να παρακολουθήσει τη νεκρώσιμη ακολουθία στην κηδεία της μητέρας του Φρειδερίκης.
Για πολλά χρόνια, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, δεν κυκλοφορούσε καμία είδηση ή ακόμα και φωτογραφία του στη χώρα. Η ιδιωτική τηλεόραση και τα περιοδικά σιγά σιγά επανέφεραν τους Γλύξμπουργκ και τα πεπραγμένα τους, με σχετικά αφιερώματα και δημοσιεύματα.
Το 1992 ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ σύναψε συμφωνία με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, σύμφωνα με τη οποία εκχωρούσε το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα με αντάλλαγμα την απόδοση των παλαιών θερινών ανακτόρων του Τατοΐου και το δικαίωμα να κατέχει και να εξάγει έναν μεγάλο αριθμό κινητών περιουσιακών στοιχείων από τη χώρα.
Μεταφέρθηκε με κοντέινερ όλη η κινητή περιουσία που βρισκόταν στα παλαιά ανάκτορα Τατοΐου προκαλώντας την κατακραυγή της κοινής γνώμης. Πολλοί αντέδρασαν. Ένα χρόνο αργότερα, πραγματοποίησε την πρώτη μεγάλη επίσκεψη στην Ελλάδα. Κάμερες τον ακολουθούσαν κατά πόδας. Εξαιτίας των αντιδράσεων, του ζητήθηκε να αποχωρήσει. Το 1994 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, που είχε στο μεταξύ επανέλθει στην εξουσία, ακύρωσε τη συμφωνία του 1992 και αφαίρεσε από τον Κωνσταντίνο την ιδιοκτησία του στην Ελλάδα και την ελληνική ιθαγένεια. Ήταν η χρονιά που στο Λονδίνο τελέστηκε ο γάμος του πρωτότοκου γιού του Παύλου με τη Μαρί Σαντάλ.
Στις 21 Οκτωβρίου του 1994 ο Κωνσταντίνος, τέως βασιλιάς, κατέθεσε μαζί με άλλα οκτώ μέλη της οικογένειας του προσφυγή κατά της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο ισχυριζόμενος ότι ο νόμος 2215/1994 παραβίαζε διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Το Νοέμβριο του 2000 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα, ενώ στις 28 Νοεμβρίου 2002 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε 13,7 εκατ. ευρώ, τα οποία τελικά ο τέως έλαβε ως αποζημίωση από τη ΔΟΥ Αχαρνών τον Μάρτιο του 2003. Το ελληνικό κράτος κατέβαλε αυτό το ποσό, το οποίο και εξασφάλισε από τον προϋπολογισμό «φυσικών καταστροφών». Ο Κωνσταντίνος, στη συνέχεια, ανήγγειλε τη δημιουργία του Ιδρύματος «Άννα – Μαρία» ως φορέα διάθεσης της αποζημίωσής του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Οι αρχές του 2000 σηματοδοτούν μία νηνεμία και την επιστροφή του στην Ελλάδα. Αγοράζει το σπίτι στο Πόρτο Χέλι. Εκεί συγκεντρωνόταν η οικογένεια, έδιναν συνεντεύξεις, φιλοξενούσαν διάσημους καλεσμένους. Το 2015 εκδόθηκε η τρίτομη αυτοβιογραφία του με τίτλο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος. Χωρίς Τίτλο». Η βίλα του στο Πόρτο Χέλι πάντως πουλήθηκε πρόσφατα σε Βούλγαρο επιχειρηματία. Είχε μετακομίσει με τη σύζυγό του σ’ ένα διαμέρισμα στο Κολωνάκι. Εκεί γιόρτασε τα τελευταία γενέθλιά του σε στενό οικογενειακό κύκλο.
Η υγεία του ήταν εξαιρετικά επιβαρημένη τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή. Το 2009 είχε υποβληθεί σε χειρουργείο για την καρδιά του. Το 2013 είχε ένα λιποθυμικό επεισόδιο και νοσηλεύτηκε ενώ ξαναβρέθηκε στο νοσοκομείο το 2016 με συμπτώματα εγκεφαλικού. Τον τελευταίο χρόνο είχε νοσηλευτεί αρκετές φορές. Η τελευταία φορά που είχε κάνει επίσημη εμφάνιση ήταν στον γάμο του γιου του Φίλιππου με τη Νίνα Φλορ τον Οκτώβριο του 2021. Ήταν καθηλωμένος σε αμαξίδιο, στο οποίο και παρέμεινε, όταν εθεάθη για τελευταία φορά με τη σύζυγό και τις αδελφές του στο κέντρο της Αθήνας στα μέσα Οκτωβρίου.