Υπόθεση Πισπιρίγκου: Εισαγγελική παρέμβαση για διαρροές στοιχείων απ'την έρευνα θανάτων των παιδιών
Στο «στόχαστρο» της Εισαγγελίας φαίνεται να έχουν μπει οι διαρροές στοιχείων από τη δικαστική έρευνα για την υπόθεση των θανάτων των τριών παιδιών της κρατούμενης Ρούλας Πισπιρίγκου.
Με εντολή της προϊσταμένης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Σωτηρίας Παπαγεωργακοπούλου ξεκινά προκαταρκτική εξέταση με αντικείμενο την παραβίαση του δικαστικού απορρήτου στην υπόθεση των τριών θανάτων που ερευνώνται από τη Δικαιοσύνη, έρευνα η οποία με βάση την παραγγελία της εισαγγελέως έχει συγκεκριμένη στόχευση καθώς αναζητά τόσο τον αρμόδιο υπηρεσιακό παράγοντα ή τον διάδικο που γνωστοποιεί ή διαδίδει ή ανακοινώνει στοιχεία δικαστικού απορρήτου όσο και τους αποδέκτες αυτών των στοιχείων που δημοσιοποιούνται. Παράλληλα ζητείται να διαπιστωθεί και η διάπραξη αδικημάτων που αφορούν παραβίαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων και ειδικότερα τη διάταξη που αφορά την παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.
Σύμφωνα με την παραγγελία της κ. Παπαγεωργακοπούλου η ποινική έρευνα έχει στόχο τη «διαπίστωση της παραβίασης δικαστικού απορρητου από πρόσωπο στο οποίο το δικαστικό απόρρητο ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας του ή της συμμετοχής του στη διαδικασία και ηθικής αυτουργίας σε αυτήν καθώς και παράνομης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων». Αφορμή της εισαγγελικής παρέμβασης αποτέλεσαν πρόσφατα δημοσιεύματα με τις καταθέσεις μαρτύρων στην ανακριτική διαδικασία «αναφορικά με την υπόθεση του θανάτου των ανηλίκων τέκνων της κατηγορούμενης Ρούλας Πισπιρίγκου».
Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα (άρθρο 251) δικαστικό απόρρητο αποτελούν:
«Γεγονότα, έγγραφα ή πληροφορίες όταν αυτά σχετίζονται με: α) συνεδρίαση δικαστικού συμβουλίου, β) διάσκεψη ή μυστική ψηφοφορία, γ) πράξεις που διενεργούνται στη διάρκεια της ανάκρισης, δ) συνεδρίαση δικαστηρίου που έχει διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών, όταν από τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της προκαλείται κίνδυνος προσβολής άλλου ή ε) στοιχεία που σχετίζονται με διαιτησία ή διαμεσολάβηση, όταν η δημοσιοποίησή τους δημιουργεί κίνδυνο προσβολής του ενός μέρους».
Η προβλεπόμενη τιμωρία για τους παραβάτες του άρθρου προσδιορίζεται σε φυλάκιση και χρηματική ποινή. Εφόσον με την παραβίαση του δικαστικού απορρήτου ο δράστης «σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον οποιοδήποτε όφελος ή να βλάψει άλλον, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή». Με την ίδια ποινή δε τιμωρείται «και εκείνος στον οποίο το δικαστικό απόρρητο ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας του ή της συμμετοχής του στη διαδικασία ως δικηγόρου ή διαδίκου».
Τη διενέργεια της έρευνας ανέλαβε ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Νίκος Στεφανάτος.
Με πληροφορίες ΑΠΕ ΜΠΕ