Με σπασμένη φωνή δείχνοντας την τεράστια φόρτιση που νιώθει περιγράφοντας όσα βίωσε, μετά την ακραία επίθεση που δέχθηκε με βιτριόλι, η Ιωάννα Παλιοσπύρου είπε στο δικαστήριο εκείνα που σκεφτόταν όσο βρισκόταν στο νοσοκομείο, για να μπορέσει να μείνει ψύχραιμη. «Για να αντέξω προσπαθούσα να κοροϊδέψω εαυτό μου» ανέφερε κλαίγοντας και εξήγησε: «Ότι ζω ένα όνειρο. Το βράδυ, μετά τις 9, αφού πέρασαν όλοι οι γιατροί έλεγα "Ιωάννα θα ξυπνήσεις". Προσπαθούσα να με πείσω, για να αντέξω, ότι τα όνειρα μου είναι πραγματικά και η πραγματικότητα είναι ο εφιάλτης».
Η Ιωάννα κατέθεσε πως η κατηγορούμενη ήθελε να τη σκοτώσει, όπως κατάλαβε από τα στοιχεία των αστυνομικών, ενώ -όπως ανέφερε- την τρομάζει ότι η 37χρονη δεν πτοήθηκε ούτε στιγμή. Αντί να πει "τι έκανα;", αυτή βγαίνει και χορεύει πάνω στα τραπέζια. Τόνισε, επίσης, πως ακόμη και τώρα δεν ξέρει τα κίνητρα της κατηγορουμένης, για να συμπληρώσει: «Ξέρω, όμως, πως δεν έχει μετανιώσει».
Όπως ανέφερε η Ιωάννα στη συνέχεια της κατάθεσής της:
«Θυμάμαι ότι δεν άντεχα το φως γιατί τα μάτια μου ήταν τραυματισμένα, ακόμα και το φως του δωματίου ήταν επίπονο. Σκέφτηκα να δώσω τέλος στη ζωή μου.
Για όσα διάστημα ήμουν στο νοσοκομείο έλεγα στους αστυνομικούς ότι δεν έχω πειράξει κανέναν. Προσπαθούσα να τους βοηθήσω, αλλά δε μπορούσα. Δεν πίστευα ότι κάποιος μπορεί να κάνει τέτοιο κακό. Κάποια στιγμή, λοιπόν, μου είπαν ότι είχαν καταλήξει ποιος έκανε την επίθεση. Μου μιλούσαν για τη κατηγορούμενη και μου έλεγαν ότι εκείνη μού επιτέθηκε. Μαζί με αυτούς προσπαθούσα και εγώ να καταλάβω και να τους βοηθήσω. Αν ισχύει -τους έλεγα- αυτό που μου λέτε, ότι με παρακολουθεί εδώ και 1,5 χρόνο, άρα ξέρει ότι δεν έχω καμία σχέση με αυτόν τον σύντροφο που είχε. Δεν μπορούσαν να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Δεν ήξερα αν ισχύουν όλα αυτά, γιατί το έκανε αυτή, τι μου έχει συμβεί. Δεν καταλάβαινα και δεν μπορούσαν να μου απαντήσουν. Μετά τη προφυλάκισή της προσπάθησα να εστιάσω στις δυνάμεις μου, για να μπορέσω να βγω από το νοσοκομείο και να βγάλω σε πέρας τα χειρουργεία που έπρεπε. Στα μισά των χειρουργείων, ο οργανισμός μου δεν άντεξε. Ανέβαζα πυρετό, είχα πάθει λοίμωξη. Οι γιατροί μου είπαν ότι κινδύνευσε η ζωή μου. Κόλλησα και δεύτερη λοίμωξη στο μάτι που κινδύνεψα, για δεύτερη φορά, να το χάσω. Κάποια στιγμή με τη βοήθεια των γιατρών, τα ξεπεράσαμε. Ήρθε η στιγμή που μου ανακοίνωσαν ότι θα πάρω εξιτήριο. Μου είπαν ότι επούλωσαν τα τραύματα που είχα ότι ξεκινάει ένας μαραθώνιος και ότι χρειάζονται πολλά χειρουργεία, για να είμαι λειτουργική, να κουνάω τα χέρια μου, το λαιμό μου. Μου λέγανε ότι είναι ένας μαραθώνιος με διάρκεια. Κάποια στιγμή, αφού επέστρεψα στο σπίτι μου, η έρευνα συνεχιζόταν. Κάποια στιγμή, οι αστυνομικοί με ενημέρωσαν για κάποια στοιχεία που βρίσκονταν στον υπολογιστή της και με ρώτησαν αν γνωρίζω κάτι. Είμαστε από διπλανά χωριά, αλλά ποτέ δε κάναμε παρέα με την κατηγορούμενη, γνωριστήκαμε εδώ στην Αθήνα. Βρεθήκαμε σε κάποιες γιορτές, γενέθλια στο σπίτι συγγενών μου και ανταλλάσαμε κάποιες κουβέντες. Μου είπανε για κάποιες κουβέντες που είχαν γίνει μεταξύ της ξαδέλφης μου και της κατηγορουμένης, μετά την επίθεση. Οι αστυνομικοί με ρώτησαν αν γνωρίζω κάτι. Μου ζητήθηκε, αν μπορώ, να μάθω τι είχε ειπωθεί μεταξύ τους. Κάλεσα τη ξαδέλφη μου στο τηλέφωνο και τη ρώτησα τι έχουν πει. Τη ρώτησα αν ισχύει και τι ακριβώς είχε ειπωθεί. Μου είπε ότι ισχύει, ότι υπήρχε επικοινωνία μεταξύ τους, ότι δεν μου το είπε για να μη με φέρει σε δύσκολη θέση. Μου είπε ότι, μεταξύ των συζητήσεων, είχαν μιλήσει και για μένα, όπως όλοι φίλοι και γνωστοί μιλούσαν για μένα. Τη ρωτούσε η κατηγορουμένη πως είμαι, αν με είδε και πως ήταν τα μέτρα στο νοσοκομείο λόγω κορονοϊού. Εκείνη της είπε ότι δε μπορούσε να μπει στο νοσοκομείο και ότι είχε δει μόνο τη μητέρα μου στο προαύλιο. Επίσης, μου ανέφερε ένα συγκεκριμένο περιστατικό που της είχε κάνει εντύπωση. Η κατηγορούμενη, όπως της είπε, έκανε ένα σχόλιο πολύ προσβλητικό για μένα. Της είπε η κατηγορούμενη: "οκ, αν δε μπορεί να δουλέψει θα πάρει την αποζημίωση και θα ζήσει. Δεν έγινε κάτι". Αυτό θύμωσε τη ξαδέλφη μου. Αυτό το περιστατικό, σε συνδυασμό με τις αναζητήσεις που με ενημέρωσαν πως είχε κάνει μετά την επίθεση και σε συνδυασμό με άλλα τουλάχιστον 2 περιστατικά που έλαβαν χώρα στο νοσοκομείο - η μητέρα μου μού είπε ότι κάποιοι ήλθαν στο νοσοκομείο να με δουν, αλλά δεν τους επετράπη η είσοδος- όλα αυτά με έκαναν να πιστέψω ότι ήθελε πραγματικά να με σκοτώσει και δε σταμάτησε ούτε και μετά. Όλα αυτά αν τα συνδυάσει κανείς -και σύμφωνα με το συμπέρασμα των αστυνομικών- πρόθεσή της ήταν να με σκοτώσει. Έμαθα εκ τω υστέρων ότι έγιναν άλλες τρεις απόπειρες. Άλλες δυο έξω από το σπίτι μου, την είδαν οι γείτονες να κουβαλάει κάτι ύποπτο πάνω της. Σύμφωνα με τα στοιχεία, είχε γίνει μια ακόμη απόπειρα την προηγούμενη ημέρα, η οποία απλά απετράπη, διότι δε με πρόλαβε. Δε κατάφερε να με σκοτώσει. Επίσης, θέλω να επισημάνω ότι -πάλι σύμφωνα με την αστυνομική έρευνα- με τρομάζει πως είχε μια συμπεριφορά ανθρώπου - είχε αναστατωθεί όλος κόσμος για το ποιος το έκανε - και αυτή βγαίνει και διασκεδάζει και χορεύει πάνω στα τραπέζια. Αντί να πει "τι πήγα και έκανα" ενθαρρύνεται ακόμη περισσότερο και αρχίζει και αναζητά τρόπους και όπλα. Βλέπουμε έναν άνθρωπο που δεν πτοείται, που γίνεται ακόμη χειρότερος. Αυτό είναι που με φοβίζει. Και δε ξέρω ακόμη ούτε τα κίνητρα ούτε ποιοι άλλοι γνώριζαν, γιατί υπάρχουν και άλλοι. Σίγουρα ξέρω ότι δεν έχει μετανιώσει».
Η κατάθεση συνεχίζεται με ερωτήσεις της Έδρας προς την μάρτυρα.