Έντονη διαμαρτυρία εξέφρασαν μέσω επιστολής τους προς την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, δικαστικοί λειτουργοί από τον βαθμό του αρεοπαγίτη έως του Πρωτοδίκη, λόγω της πρωτοβουλίας της να εκδώσει ανακοίνωση, σχετικά με το Δημήτρη Κουφοντίνα, ο οποίος έχει κατέλθει σε απεργία πείνας, καθώς με την ανακοίνωση αυτή, προβαίνει σε υποδείξεις προς την πολιτεία, κάτι που υπερβαίνει τους σκοπούς της Ένωσης, ενώ αποδίδουν μη αντικειμενικότητα και μη αμεροληψία στην ενέργεια αυτή.
Παράλληλα, οι 41 καλούν το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΔΕ να απέχει «από τέτοιες ενέργειες, οι οποίες είναι βέβαιο πως αποδοκιμάζονται από την πλειοψηφία του δικαστικού σώματος».
Να σημειωθεί πως η ΕΔΕ, με την επίμαχη ανακοίνωσή της ζητάει από την Πολιτεία «να αναθεωρήσει τη στάση της στο ζήτημα της μεταχείρισης του κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα.
Οι 41 δικαστικοί λειτουργοί υπογραμμίζουν στην επιστολή τους ότι η ΕΔΕ «υπερβαίνει του σκοπούς της, προβαίνοντας σε υποδείξεις προς την πολιτεία υπό την επίφαση της υπεράσπισης ανθρώπινων δικαιωμάτων» και σημειώνουν ότι «οι εκπρόσωποι της Ένωσης είχαν υποχρέωση απέναντι στα μέλη της να διατηρήσουν αλώβητη την εικόνα της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας των μελών της και η υποχρέωση αυτή δεν τηρήθηκε».
Στην επιστολή τους οι 41 αναφέρουν τις αρμοδιότητες της Πολιτείας και των δικαστών καθώς και τα όρια των δύο αυτών εξουσιών.
Οι 41 δικαστές υπογραμμίζουν ότι «οι δημόσιες αντεγκλήσεις μεταξύ μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης απάδουν στη μετριοπάθεια που οφείλει να επιδεικνύει το δικαστικό σώμα και στις παραδόσεις ανεξαρτησίας του».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο «Λουκάς» της 17Ν πραγματοποιεί απεργία πείνας από τις 8 Ιανουαρίου 2021 και απεργία δίψας από τις 22 Φεβρουαρίου, με μοναδικό αίτημα την μεταφορά του στις φυλακές Κορυδαλλού.
Προηγουμένως το μέλος της 17Ν είχε μεταχθεί από τις αγροτικές φυλακές της Κασσαβέτειας Βόλου, στις φυλακές Δομοκού και τώρα διεκδικεί να μεταχθεί στις φυλακές Κορυδαλλού στην ειδικά διαμορφωμένη πτέρυγα.
Η επιστολή των 41
Το πλήρες κείμενο της επιστολής των 41 δικαστικών λειτουργών έχει ως εξής:
«Προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Πρωταρχικοί σκοποί της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, σύμφωνα με το καταστατικό της, είναι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών και η βελτίωση των όρων απονομής της δικαιοσύνης.
Οι υπογράφοντες αυτό το κείμενο συμπαραταχθήκαμε επί δεκαετίες σε αυτούς τους στόχους ως ενεργά μέλη της Ένωσης, επιθυμώντας να συμβάλλουμε στην ευόδωσή τους, χωρίς όμως να ενταχθούμε σε οποιονδήποτε από τους διάφορους σχηματισμούς (παρατάξεις), που κατά καιρούς διαμορφώθηκαν από άλλα μέλη της ή στο πλαίσιο λειτουργίας του Διοικητικού της Συμβουλίου.
Θεωρούμε όμως ότι η Ένωσή μας υπερβαίνει τους παραπάνω σκοπούς της, προβαίνοντας σε υποδείξεις προς την πολιτεία υπό την επίφαση της υπεράσπισης ανθρώπινων δικαιωμάτων. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς προασπίζουν αυτά τα δικαιώματα κατά την άσκηση των καθηκόντων της δικαιοδοτικής τους λειτουργίας και εντός των αυστηρών πλαισίων, που το Σύνταγμα και οι νόμοι ορίζουν.
Η εξουσία των δικαστικών λειτουργών έχει αφετηρία και προορισμό τον πολίτη. Έργο της είναι η αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης. Απαραίτητη προϋπόθεση γι΄ αυτό είναι η εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας δικαίου, που επιτυγχάνεται μόνον αν ο δικαστής επιδεικνύει αμεροληψία και αντικειμενικότητα.
Οι εκπρόσωποι της Ένωσης είχαν υποχρέωση απέναντι στα μέλη της να διατηρήσουν αλώβητη την εικόνα της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας των μελών της και η υποχρέωση αυτή δεν τηρήθηκε.
Η φροντίδα για την έκτιση των ποινών, που εμείς επιβάλλουμε, όπως και η επιλογή της απαγόρευσης συγκεντρώσεων περισσοτέρων από ένα όριο προσώπων χάριν της προστασίας του αγαθού της ανθρώπινης ζωής και υγείας εν μέσω πανδημίας, ανήκει στην πολιτεία.
Τις ενέργειες της τις ελέγχουμε, σύμφωνα με το νόμο, εάν και εφόσον ασκηθεί προσφυγή κατά των όρων της έκτισης των ποινών από αυτόν που έχει έννομο συμφέρον ή εάν οι παραβάτες των σχετικών περιορισμών παραπεμφθούν στα δικαστήρια.
Η με οποιαδήποτε άλλη αφορμή ανάμειξή μας σε αυτά τα ζητήματα πλήττει το κύρος, την αξιοπιστία μας και την ανεξαρτησία μας και υποβαθμίζει την ίδια την απονομή της Δικαιοσύνης.
Επιπλέον οι, επ΄ ευκαιρία τέτοιων ζητημάτων, δημόσιες αντεγκλήσεις μεταξύ μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης, που ορισμένες φορές εκφέρονται σε ανοίκεια σε σχέση με την επιβαλλόμενη στο δικαστικό και εισαγγελικό λειτούργημα γλώσσα και σε ανεπίτρεπτους τόνους, και η ταύτιση μέσω αυτών με συγκεκριμένες θέσεις πολιτικών δυνάμεων της χώρας, απάδουν στη μετριοπάθεια που οφείλει να επιδεικνύει το δικαστικό σώμα και στις παραδόσεις ανεξαρτησίας του.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, προτάσσοντας την υποχρέωσή μας να διαφυλάξουμε το κύρος του θεσμού που υπηρετούμε, διαμαρτυρόμαστε εντόνως και σας καλούμε να απέχετε από τέτοιες ενέργειες, οι οποίες είναι βέβαιο πως αποδοκιμάζονται από την πλειοψηφία του δικαστικού σώματος, προκειμένου να διαφυλαχθεί και το κύρος και η ενότητα της Ένωσης, να αποφευχθεί δε η αποδυνάμωσή της με την αποχώρηση μελών της στο μέλλον.