Παρέμβαση ενός φωτισμένου ιεράρχη για τον κορονοϊό
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου Σαββάτου, με τίτλο «Η Ορθόδοξη Εκκλησία και η πανδημία του Covid-19» (Καλαμάτα 2020), στο οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται στα γεγονότα και στις αποφάσεις που ελήφθησαν από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο κατά την περίοδο 2019-2020, δηλαδή στη πρώτη φάση της πανδημίας του κορωνοϊού (από Μαρτίου έως Αυγούστου).
Στο βιβλίο του ο συγγραφέας απαντά σε ορισμένα ερωτήματα, όπως : Πώς λήφθηκε η πρώτη απόφαση για το κλείσιμο των ιερών ναών, στο πρώτο καθολικό lock down (Μαρτίου – Απριλίου 2019). Με ποιά κριτήρια η Ιερά Σύνοδος έλαβε τις αποφάσεις της. Ποιές αρχές πρυτάνευσαν για τη λήψη των αποφάσεων εκείνων, οι οποίες αφορούσαν τη λειτουργική ζωή των πιστών;
Όπως τονίζει εξαρχής ο συγγραφέας «η επικινδυνότητα λοιπόν της κρίσης αυτής κατέστησε αναγκαία τη λήψη ιδιόρρυθμων μέτρων, που ίσως δεν θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε» ενώ διαπιστώνει ότι η συγκεκριμένη κρίση «κατέδειξε έμπρακτα ότι η παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί κάποιο θεωρητικό κατασκεύασμα αλλά κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας, μέ όλα τα επίχειρα της στη ζωή και στην υγεία του ανθρώπου», τέλος τονίζει ότι «με την πανδημία του κορωνοϊού εργαλειοποιήθηκε η ίδια η κρίση και συγχρόνως δοκιμάστηκε η πίστη μας όχι ως προς το ομολογιακό της περιεχόμενο, αλλά ως προς το στοιχείο εκείνο που δίνει πληρότητα στη συλλογιστική μας», στην ελπίδα και στην εμπιστοσύνη, όπως θα προσθέσει σε άλλη αναφορά του.
Ως προς το πλαίσιο επισήμανσης των κριτηρίων λήψης των αποφάσεών Της η Ιερά Σύνοδος, διευκρινίζει ο Σεβασμιώτατος αναγνωρίζει ότι «κάποιες από τις Αποφάσεις μας δεν ήταν οι καλύτερες ως προς την επιλογή τους, όμως στη σκέψη μας πάντοτε προείχε η ενότητα της Εκκλησίας καί όχι να υπομνήσουμε προς τους έξω πόσο δυνατοί μπορεί να είμαστε, έστω προσωρινά και στιγμιαία» και συνεχίζει «για καθετί το οποίο δεν απετέλει απόλυτη επιλογή μας αλλά αναγκαιότητα, τότε πρόκριμά μας ήταν να εφαρμόσουμε ποιμαντικά και πρακτικά αυτό το οποίο χαρακτηρίζεται ως αρχή της εκκλησιαστικής οικονομίας», ως μία έκφραση φιλανθρωπίας της Εκκλησίας και με σκοπό την αντιμετώπιση ενός σοβαρού προβλήματος όπως αυτό της δημόσιας υγείας και της προστασίας της ζωής των συνανθρώπων μας. Με την εφαρμογή της αρχής της «εκκλησιαστικής οικονομίας» η Ιερά Σύνοδος ουδέποτε υποχώρησε στις υποδείξεις για περιθωριοποίηση ή απόρριψη του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, ούτε υιοθέτησε τις προτάσεις αλλαγής του τρόπου μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας ή αποδέχθηκε κάποια μορφή ποινικοποίησης του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Χαρακτηριστική είναι η παράγραφος εκείνη, όπου ο Σεβασμιώτατος διαγράφει με τρόπο την αγωνία των μελών της Ιεράς Συνόδου κάθε φορά που καλούντο να λάβουν κάποιες Αποφάσεις :
«Στο πλαίσιο αυτής της κρίσης, με τις πρωτόγνωρες, τραγικές και δυσοίωνες καταστάσεις της, κλήθηκε και η ποιμαίνουσα Εκκλησία στην Ελλάδα να διαδραματίσει τον δικό Της ρόλο.
Κατ΄ αρχάς, πρέπει να ομολογήσουμε με παρρησία ότι και η Εκκλησία, όπως και κάθε άλλος θεσμός της Πατρίδας μας, απέναντι στην επικινδυνότητα της συγκεκριμένης κρίσης, βρέθηκε απροετοίμαστη ώστε να την αντιμετωπίσει έγκαιρα και αποτελεσματικά, προσπάθησε, όμως, με νηφαλιότητα και κυρίως με προσφυγή στην παράδοσή Της, να υποδείξει λύσεις και προσωρινά μέτρα που θα ενίσχυαν ποιμαντικά τους πιστούς, προσφέροντας έτσι στον απογοητευμένο, μετέωρο και δοκιμαζόμενο άνθρωπο ένα μήνυμα ελπίδας και εμπιστοσύνης στον αγώνα προς επιβίωση και ό,τι θα προστάτευε την υγεία του.
Είναι, επίσης, γνωστό ότι σε αυτές τις έκτακτες και πρωτόγνωρες καταστάσεις απαιτούνται γρήγορες και ριζικές αποφάσεις, μάλιστα έναντι ενός κινδύνου, ο οποίος δεν κάνει διακρίσεις, ούτε αφήνει περιθώριο για δεύτερες σκέψεις, καθυστερήσεις ή αναθεωρήσεις. Γι’ αυτό και τα Μέλη της 163 ης Συνοδικής περιόδου (2019-2020), έχοντας συναίσθηση των κρισίμων στιγμών, δεν διεκδίκησαν τό «αλάθητο», ούτε διεκήρυξαν ότι δεν αναγκάστηκαν από την εξέλιξη της κατάστασης να κάνουν έναγχες υπερβάσεις ή και υποχωρήσεις. Σε κάθε Συνοδική συνεδρία, κατά τό χρονικό διάστημα που παρήλθε, ερχόμασταν αντιμέτωποι όχι μόνο με αυτό καθαυτό το πρωτόγνωρα εξελισσόμενο γεγονός της πανδημίας, αλλά και μέ εξελίξεις ραγδαῖες και επικίνδυνες για τη ζωή του ίδιου του ποιμνίου μας. Μπορεί, συνεπώς, να έγιναν λάθη «εν αγνοία», «εκ ζήλου ου κατεπίγνωσιν», όχι όμως «εκ δόλου», «εξ ιδιοτελείας» ή «εκ προθέσεως».
Για τις Αποφάσεις μας αυτές κριθήκαμε, κυρίως για τη συνεργασία της Δ.Ι.Σ. με την Κυβέρνηση, και με το επιχείρημα ότι στις περισσότερες περιπτώσεις συρθήκαμε σε Αποφάσεις που οδήγησαν σε μία υποταγή της Εκκλησίας χωρίς αντίσταση στον «καίσαρα» της κρατικής εξουσίας. Επίσης, ότι φανήκαμε άτολμοι να ορθώσουμε το «ανάστημά» μας και να αντισταθούμε, κυρίως στην κυβερνητική απόφαση για το κλείσιμο των ιερών ναών και την απαγόρευση τέλεσης των ιερών ακολουθιών, κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τη Μεγάλη Εβδομάδα και την Διακαινήσιμο Εβδομάδα.
Η Δ.Ι.Σ. όμως δεν υπέστη κριτική μόνο «έσωθεν» αλλά και «έξωθεν», όταν οι Αποφάσεις Της έγιναν πολλές φορές αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ των αντιποιλιτευομένων πολιτικών δυνάμεων της χώρας και των αντίστοιχων Μ.Μ.Ε., έντυπων και ηλεκτρονικών».
Ο Σεβασμιώτατος απαντά σε τρία βασικά ερωτήματα, τα οποία τέθηκαν με αφορμή τις Αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου :
«α) Η συνεργασία Κράτους και Εκκλησίας ήταν εφικτή και απαραίτητη ή απετέλεσε έκφραση υποταγής της Εκκλησίας στο Κράτος ;
β) Η προστασία της ανθρώπινης ζωής και η διατήρηση και προστασία της υγείας είναι έργο και της Εκκλησίας, σύμφωνα πρός την κανονική παράδοση και την πατερική διδασκαλία της, ή αντίκειται προς την πίστη και την παράδοσή της ;
γ) Η μετάδοση των ιερών Ακολουθιών από τα ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε. υποκρύπτει κίνδυνο εκκοσμίκευσης ; »
Και στα τρία αυτά ερωτήματα δίνει απαντήσεις, οι οποίες εδραιώνονται στην ίδια την εκκλησιαστική παράδοση και διδασκαλία. Τέλος ενδιαφέρουσα είναι και η τελευταία παράγραφος, η οποία επιγράφεται «Ο ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την πανδημία του Covid-19».
Ο συγγραφέας με βάση τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, όπως εκφράστηκε και διατυπώθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας, αναδεικνύει τα στοιχεία εκείνα, τα οποία θα αποτελέσουν για την Ορθόδοξη Εκκλησία τα μέσα με τα οποία θα απαντήσει στους ανθρώπους της μετά Covid-19 εποχής, τα χαρακτηριστικά της οποίας δεν θα είναι όμοια με καμμία προηγούμενη εποχή.
Αναφέρει χαρακτηριστικά :
«Η υγειονομική κρίση, με την εμφάνιση της πανδημίας του κορωνοϊού, φαίνεται ότι σηματοδοτεί το τέλος μιάς ιστορικής περιόδου και την αρχή μιάς άλλης. Δεν γνωρίζω εάν η νέα αυτή ιστορική περίοδος θα είναι καλύτερη ή χειρότερη από τις προηγούμενες εποχές. Προς το παρόν αυτό το οποίον διαπιστώνουμε είναι ότι τίποτε πλέον το αυτονόητο δεν υπάρχει, τίποτε το «δεδομένο», τίποτε το «κεκτημένο». Τα πάντα τίθενται σε μία αναθεώρηση, ακόμη και τα «στεγανά» και τα τυποποιημένα, για όλα απαιτείται μία επιβεβαίωση. Η αυτοπεποίθηση του ανθρώπου, ότι μπορεί να ρυθμίζει τα της ζωής του σε επίπεδο ατομικό, στο χώρο του κλειστού οικογενειακού ή του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντός του, έχει καταρριφθεί, ενώ και οι ενδοοικογενειακές και κοινωνικές ακόμη σχέσεις, όπως αποδείχθηκε, διέρχονται τη δική τους κρίση. Τα πάντα
αναθεωρούνται!!! Ο μόνος σταθερός πνευματικός παράγοντας, ο οποίος μπορεί να συμβάλει και να παράσχει μία ελπίδα προς τον άνθρωπο φαίνεται ότι θα είναι η Εκκλησία και εν προκειμένω η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία αποτελεί την «άλλη» πρόταση ζωής». Να απαντήσει στο σημαντικό ερώτημα και να επιβεβαιώσει έμπρακτα τι σημαίνει ότι αποτελεί «κιβωτό σωτηρίας» για τον άνθρωπο και τον κόσμο.
Στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται τέσσερα κείμενα του Σεβασμιωτάτου με τα οποία απαντά σε διάφορες τοποθετήσεις δημοσιογράφων για τη στάση της Εκκλησίας κατά την διάρκεια της πανδημίας, για το πώς πρέπει να σταθεί ο ένας δίπλα στον άλλο κατά την περίοδο της πανδημίας, γιά τον διασυρμό και την εργαλειοποίηση της Θείας Ευχαριστίας.
Νομίζω ότι μία προσεκτική μελέτη θα λύσει πολλές απορίες, θα ξεκαθαρίσει αρκετές αμφιβολίες και θα απαντήσει σε πολλά ερωτήματα. Πολλές δε από τις αναφορές είναι χρήσιμες και για την λήψη Αποφάσεων στη παρούσα δεύτερη φάση της πανδημίας.