Το αδιαχώρητο στις πλατείες εν μέσω πανδημίας
Μάσκα παντού, νέο μειωμένο ωράριο λειτουργίας για τα μαγαζιά στον κλάδο της εστίασης και lockdown στις ηλικιακές ομάδες άνω των 65 ετών, είναι τα μέτρα που μεταξύ άλλων επεξεργάζονται κυβέρνηση και επιδημιολόγοι, τη στιγμή που ο κορονοϊός «σαρώνει» στη Αττική, με μία σημαντική μερίδα πολιτών ωστόσο να αψηφά τους περιορισμούς, που έχουν επιβληθεί για τον έλεγχο της διασποράς του ιού στην κοινότητα.
Χθες, δεύτερη νύχτα εφαρμογής των νέων μέτρων, στις πλατείες της Αθήνας και μάλιστα σε επιδημιολογικά βεβαρυμένες περιοχές επικράτησε το αδιαχώρητο. Εικόνες συνωστισμού, δίχως μέτρα προστασίας κι αποστάσεις καταγράφτηκαν στην πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη, η οποία μάλιστα βρίσκεται στο «κόκκινο», καθώς και στη Βαρνάβα στο Παγκράτι.
Άτομα νεαρής ηλικίας είχαν προμηθευτεί αλκοολούχα ποτά από περίπτερα και μίνι μάρκετ, προτού αυτά κλείσουν τα μεσάνυχτα, όπως επιβάλλεται πλέον, και συγκεντρώθηκαν στη συνέχεια στις πλατείες.
Με φόντο τις απογοητευτικές αυτές εικόνες εν μέσω δεύτερου κύματος της πανδημίας, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, Χαράλαμπος Γώγος προειδοποίησε, μιλώντας στον ΣΚΑΪ το πρωί της Δευτέρας, ότι σε τέτοιες περιπτώσεις συναθροίσεων και συνωστισμού, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ένα άτομο να μολύνει άλλα 80-90 ή ακόμα και 100.
Μάλιστα, υπογράμμισε ότι η μεγάλη διασπορά στην Αθήνα οφείλεται σε τέτοιες συναθροίσεις, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «είναι ο ένας πάνω στον άλλον και χωρίς μάσκα».
Ο κ. Γώγος αναφέρθηκε επίσης στον βαθμό μετάδοσης του ιού σε νεαρές ηλικίες και τόνισε ότι αυτή τη στιγμή έχουμε διασωληνωμένα μέχρι και νεαρής ηλικίας άτομα. «Είχαμε 28χρονο στην Πάτρα, μια 17χρονη στην Θεσσαλονίκη και σε μικρή ηλικία. Δεν είναι τελείως άτρωτοι. Πρέπει να προσέχουμε τον εαυτό μας. Το ίδιο και οι νέοι γιατί κανείς δεν ξέρει πως θα αντιδράσει το ανοσοποιητικό σύστημα τους σε κάτι τέτοιο», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Όσο για τα μέτρα, ο καθηγητής επεσήμανε ότι «υπάρχει κλιμάκωση των μέτρων και έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που υπάρχει μεγάλη δέσμη μέτρων αυτή την στιγμή με τον περιορισμό της κυκλοφορίας που πρέπει να το δούμε και πως αν συνεχίσουν τα πράγματα έτσι πιθανόν να χρειαστούμε νέα μέτρα όπως μάσκα παντού με την σωστή χρήση όμως».
«Πρέπει να κατέβουμε σε διψήφιο αριθμό κρουσμάτων για να είμαστε ευχαριστημένοι», τόνισε ο κ. Γώγος και πρόσθεσε ότι «υπήρχε ο κίνδυνος με την αύξηση των κρουσμάτων που βλέπαμε να γίνουν 1000. Τώρα υπάρχει μια σταθερότητα. Αυτή την στιγμή το ποτήρι είναι μισογεμάτο».
Ο καθηγητής επίσης αναφέρθηκε και στις παραμέτρους που λαμβάνουν υπόψη στην επιτροπή λοιμωξιολόγων για να αποφασίσουν την εφαρμογή μέτρων. Αυτές είναι ο αριθμός των κρουσμάτων, το Rt, ο αριθμός των θετικών τεστ σε σχέση με τα όσα γίνονται, καθώς και η δυνατότητα του συστήματος να καλύψεις τους νοσούντες.
Τέλος, ο κ. Γώγος κατέληξε στο ότι από 15 Οκτωβρίου πρέπει να αρχίσουμε να εμβολιαζόμαστε για τη γρίπη.
«Μας απασχολεί και μας στενοχωρεί η εικόνα κάποιων ομάδων συμπολιτών μας, που ίσως δεν αναλογίζονται ότι έχουν μέσα στην οικογένειά τους ευπαθείς ομάδες, ανθρώπους πιο μεγάλους σε ηλικία, που κινδυνεύουν άμεσα από τον κορωνοϊό», ανέφερε -μιλώντας στον ΣΚΑΪ- ο υπουργός Υγείας, Βασίλης Κικίλιας.
«Είναι όλα ανοιχτά γιατί πάνω απ’ όλα είναι η δημόσια υγεία» σχολίασε ο κ. Γώγος, τοποθετώντας τη σημερινή ημέρα στα ορόσημα για τη λήψη ή μη επιπρόσθετων μέτρων.
«Αν η κατάσταση το επιβάλλει, θα εισηγηθούμε περιορισμό για τους άνω των 65 ετών», σημείωσε από την πλευρά του ο Νίκος Σύψας, αναφερόμενος στο ενδεχόμενο μείωσης του αριθμού των μετακινήσεών τους. Με τα λεγόμενα του κ. Σύψα συντάχθηκε και ο υπουργός Υγείας, υπενθυμίζοντας με νόημα τις συμβουλές του προς τους ηλικιωμένους γονείς του. «Τους είπα ότι πρέπει να περιορίσουν στο ελάχιστο -σε αυτούς τους δύσκολους μήνες που έρχονται- τις κοινωνικές τους συναναστροφές και να φοράνε μάσκα. Ξέρω ότι έχουν την ανάγκη να δουν τα παιδιά τους, να δουν την οικογένειά τους, να δουν προσφιλή τους πρόσωπα, αλλά θα πρέπει αυτό να γίνει με τόσο μεγάλη προσοχή και όσο πιο λίγο γίνεται αυτούς τους δύσκολους μήνες, ώστε να μη θέσουν σε κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή. Νομίζω ότι μπορούμε».