Το lockdown είχε 80% επιτυχία, τόνισε ο Τσιόδρας
Μια αναδρομή στα μέτρα που έλαβε η Ελλάδα για την αντιμετώπιση του κοροναϊού σημείωσε τη Δευτέρα ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας του ΕΟΔΥ, Σωτήρης Τσιόδρας, μιλώντας εναρκτήρια εκδήλωση του κύκλου διαδικτυακών συζητήσεων της Ελληνικής Προεδρίας, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Ο κ. Τσιόδρας παρουσίασε αναλυτικά στατιστικά και επιδημιολογικά δεδομένα για την πανδημία στην Ελλάδα, κάνοντας έναν απολογισμό της μάχης με τον κοροναϊό τους τελευταίους μήνες. Γυρίζοντας το χρόνο πίσω, ο κ. Τσιόδρας γνωστοποίησε ότι οι πρώτες προληπτικές ενέργειες είχαν ξεκινήσει ένα μήνα πριν το πρώτο κρούσμα στην Ελλάδα, δηλαδή από τον Ιανουάριο του 2020.
Ανάμεσα στα μέτρα πρόληψης περιλαμβάνονταν τότε ασκήσεις προσομοίωσης στα νοσοκομεία (Λάρισα, 6 Φεβρουαρίου 2020) και εκπαίδευση του προσωπικού. Η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού ήταν, άλλωστε, μια από τις προκλήσεις που αντιμετώπισε η Ελλάδα σύμφωνα με τον Καθηγητή, αλλά κυρίως η επάρκεια της χώρας σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, με αποτέλεσμα να προσληφθούν 4.150 άτομα, τα οποία «είναι σημαντικό να μείνουν μόνιμα» στο σύστημα υγείας.
«Ο πόλεμος της μάσκας» ήταν ένα ακόμη από τα μεγάλα ζητούμενα της πανδημίας στην Ελλάδα υποστήριξε ο κ. Τσιόδρας, καθώς ήταν «μεγάλη η ανάγκη» εξεύρεσης υγειονομικού εξοπλισμού (μάσκες, γάντια κά) στις συμπληγάδες του διεθνούς ανταγωνισμού και με δεδομένο ότι δεν υπήρχαν εξαρχής αποθέματα. «Οι πτήσεις δεν σταμάτησαν» σημείωσε ο κ. Τσιόδρας και πρόσθεσε στις δυσκολίες και την τεράστια αύξηση των τιμών, υπογραμμίζοντας την ηθική και οικονομική στήριξη των ατόμων που έδιναν τη μάχη στην πρώτη γραμμή, δηλαδή των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού.
Κρίσιμη παράμετρος για την έκβαση της πανδημίας υπήρξε η ικανότητα του δημόσιου συστήματος υγείας να καλύψει τους ασθενείς, σε περίπτωση που χρειαζόταν ΜΕΘ. Αποκαλυπτική της κατάστασης που επικρατούσε είναι η αναλογία κρεβατιών-ασθενών, η οποία ήταν αρχικά:
· 5.5 / για 100.000 άτομα και
· 9.4/ για 100.000 άτομα στο τέλος Απρίλιου 2020,
με σχέδιο ενίσχυσης των ΜΕΘ ακόμη περισσότερο μέχρι το τέλος του χρόνου.
Η αποτελεσματικότητα της «σκληρής καραντίνας» αντικατοπτρίζεται, σύμφωνα με τον κ. Τσιόδρα, στο γεγονός ότι η παραπάνω αναλογία διαμορφώθηκε τελικά ως 2.6 / για 100.000 άτομα, με τον καθηγητή Λοιμωξιολογίας να προσδιορίζει το ποσοστό επιτυχίας του «αυστηρού αυτοπεριορισμού» στο 80%.
Αναφορικά με την ικανότητα διεξαγωγής διαγνωστικών τεστ, από 800 την ημέρα, έφτασαν 10.0000 και τώρα ο μέσος όρος διαμορφώνεται στα 3.000 τη μέρα, τα οποία πραγματοποιούνται με συγκεκριμένη στόχευση σε ομάδες πληθυσμού με υψηλή έκθεση ή πιο ευάλωτες στον ιό.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Τσιόδρας έκανε ειδική αναφορά στις κινητές μονάδες του ΕΟΔΥ (250-500) σε όλη τη χώρα, οι οποίες «βοηθούν τρομερά το άνοιγμα του τουρισμού στη χώρα». Ως προς τα τεστ αντισωμάτων, ο κ. Τσιόδρας εξήγησε πως η επιστημονική κοινότητα τα χρησιμοποιεί για να διαγνώσει αν κάποιος νόσησε από κοροναϊό.
Παράλληλα, ο καθηγητής εξήγησε ότι στην ελληνική περίπτωση, μετά από μελέτη σε δείγματα 3.000 ατόμων, «τα μαθηματικά μοντέλα μας λένε ότι έχουμε λιγότερο του 1% του πληθυσμού μολυσμένο στην Ελλάδα», ενώ δεν έκρυψε το διεθνή προβληματισμό για τη χορήγηση φαρμάκων, περιγράφοντας σχεδόν ως ακροβασία το «τι να χορηγήσουμε και σε ποιους».
Στην κατεύθυνση αυτή, ο κ. Τσιόδρας αναφέρθηκε διεξοδικά σε θεραπείες και φάρμακα που χορηγήθηκαν όλο αυτό το διάστημα σε ασθενείς στην Ελλάδα και ευχαρίστησε δημόσια τον ΕΟΦ για τη συνεργασία.
Στη διάρκεια της πανδημίας, τέθηκαν, ωστόσο, και ηθικά θέματα, ζητήματα που ανέκυψαν από θεωρίες συνομωσίας, αλλά και επιμέρους προβλήματα, τα οποία θα αποτέλεσουν αντικείμενο μελέτης εξειδικευμένης δομής για τον covid-19, η οποία οργανώνεται στο ενδεχόμενο δεύτερου κύματος. Με αυτά τα δεδομένα, ερωτηθείς για το εμβόλιο, «το πιο κοντά στο τέλος του χρόνου» υποστήριξε ο καθηγητής ως προς την υλοποίησή του και εξήγησε ότι «δεν θέλουμε να πάμε εξαιρετικά γρήγορα αλλά να είμαστε επιτυχημένοι», υπενθυμίζοντας με νόημα το «φιάσκο» του 2009. Κατά την παρουσίασή του, ο κ. Τσιόδρας δεν παρέλειψε να αναφερθεί στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, όπως οι Ρομά της Λάρισας, αλλά και σε ζητήματα επικοινωνίας, όπως η καθημερινή του ενημέρωση με τον κ. Χαρδαλιά, προς αποφυγή πανικού.
«Υπάρχουν πολλά ζητήματα που δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί» επισήμανε ο καθηγητής, όπως επιπτώσεις και άγνωστα προσώρας συμπτώματα της πανδημίας, τα οποία χκαθηγητή «να ψηφιοποιηθεί όλη η διαδικασία», αλλά και να υπάρξει πλήρης οργάνωση σε επίπεδο δικτύου και υποδομών για τις «απομακρυσμένες, μη αστικές περιοχές» της Ελλάδας.