Πάνω από 8.500 θάνατοι ετησίως στην Ελλάδα από την ατμοσφαιρική ρύπανση
Σε πάνω από 8.500 ανέρχονται οι ετήσιοι θάνατοι από την ατμοσφαιρική ρύπανση στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΚΠΑΑ).
Πρόκειται για θανάτους, οι οποίοι συνδέονται άμεσα με τις συγκεντρώσεις επικίνδυνων μικροσωματιδίων.
Με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, ετησίως καταγράφονται περίπου 6.500 θάνατοι στα αστικά και ημιαστικά κέντρα, και περίπου 2.100 στις αγροτικές περιοχές.
Οι περισσότεροι θάνατοι αφορούν τους πληθυσμούς της Αθήνας (58%) και της Θεσσαλονίκης (13%). Ειδικά στο κέντρο της Αθήνας, μάλιστα, οι μακροχρόνιες επιπτώσεις του διοξειδίου του αζώτου φαίνεται ότι αντιστοιχούν σε 160 θανάτους.
«Η ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί πολύ περισσότερους θανάτους ακόμα και από πανδημίες, όπως αυτή του Covid-19» τονίζει ο διευθυντής του ΕΚΠΑΑ, Πέτρος Βαρολίδης, μιλώντας στο ΑΜΠΕ.
Όσον αφορά, πάντως τη μείωση της ρύπανσης που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της καραντίνας, εμφανίζεται αρκετά επιφυλακτικός.
«Διαπιστώθηκε μείωση κατά 1/3 της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, γεγονός που σίγουρα έχει μία θετική επίδραση στην ανθρώπινη υγεία. Σημασία έχει να δούμε στο τέλος του έτους ποιά είναι η μέση τιμή της ετήσιας ρύπανσης».
Από την πλευρά της, η καθηγήτρια Βιοστατιστικής και Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κλέα Κατσουγιάννη, αναφέρεται στον τρόπο υπολογισμού των θανάτων από τους ατμοσφαιρικούς ρύπους.
«Εκτιμήθηκε ο αποδοτέος αριθμός θανάτων και εισαγωγών επειγόντων περιστατικών στη βραχυχρόνια και μακροχρόνια έκθεση στα αιωρούμενα ατμοσφαιρικά σωματίδια και σε αέριους».
Εξηγεί δε, ότι «το κύριο πρόβλημα ρύπανσης είναι οι μεγάλες συγκεντρώσεις σωματιδίων», παρότι το διοξείδιο του αζώτου και το όζον βρίσκονται σε σχετικά υψηλά επίπεδα και «ενδεχομένως να αποτελέσουν αυξανόμενο πρόβλημα το μέλλον».
«Οι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων θα ωφεληθούν σημαντικά αν οι συγκεντρώσεις των ρύπων μειωθούν στα επίπεδα που συνιστώνται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας».