Αίτημα ακύρωσης του διορισμού της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την κυβέρνηση ΝΔ
Την ακύρωση του διορισμού της νέας ηγεσίας της Δικαιοσύνης ζητούν από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας 3 δικηγόροι, στο ζήτημα που ξεκίνησε το περασμένο καλοκαίρι όταν και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να επιλέξει την ηγεσία της Δικαιοσύνης και δη του Αρείου Πάγου (πρόεδρος – εισαγγελέας και αντιπρόεδροι) και του Συμβουλίου Επικρατείας (3 αντιπρόεδροι).
Όπως μεταδίδει το dikastiko.gr, ο Σύμβουλος της Επικρατείας Δημ. Μακρής (που ήταν ένα από τα πρόσωπα που επιλέχθηκαν αλλά ο κ. Παυλόπουλος δεν υπέγραψε το διάταγμα διορισμού του ως αντιπροέδρου του ΣτΕ) και οι δικηγόροι Μαν. Φωτάκης και Δημ. Ιωαννίδης ζητούν να τεθεί υπό δικαστική κρίση η νέα ηγεσία της Δικαιοσύνης, αφού αμφισβητείται ευθέως η νομιμότητα διορισμού της.
Οι αιτούντες ζητούν από την Ολομέλεια του ΣτΕ να ακυρωθεί ο διορισμός της ηγεσίας τη Δικαιοσύνης από τη νέα κυβέρνηση , καθώς θεωρούν παράνομη τη μη υπογραφή των διαταγμάτων που εξέδωσε το Υπουργικό Συμβούλιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο.
Ο κ. Μακρής (και οι άλλοι ενάγοντες), ο οποίος είναι ένας από του συμβούλους Επικρατείας που είχαν επιλεγεί από το υπουργικό Συμβούλιο στις 21/6/19 για τη θέση του αντιπρόεδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στρέφεται κατά της παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος προαγωγής των επιλεγέντων δικαστικών λειτουργών στις θέσεις των τριών Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, από τον Πρ. Παυλόπουλο.
Η αίτηση ακυρώσεως την οποία υπογράφει ο Πάνος Λαζαράτος, Καθηγητής του Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ουσιαστικά θέτει υπό δικαστικής κρίση την κρίσιμη περίοδο Μαΐου – Ιουνίου 2019, όταν ο πρόεδρος της Δημοκρατίας αρνήθηκε (δια της σιωπής του) να υπογράψει τα διατάγματα επιλογής ηγεσίας από το τότε Υπουργικό Συμβούλιο, με αποτέλεσμα η να κυβέρνηση να επιλέξει τελικά άλλα πρόσωπα για την ηγεσία της Δικαιοσύνης. Είναι δε (νομικά) προφανές πως εφόσον γίνει δεκτή η αίτηση σχετικά με τους 3 αντιπροέδρους του ΣτΕ, τότε δημιουργείται νομικό ζήτημα και για τις άλλες επιλογές στον Άρειο Πάγο.
«Παράνομη»
Όπως αναφέρεται στο δικόγραφο, «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρανόμως παρέλειψε την έκδοση των διαταγμάτων προαγωγής, αναφορικά με τις θέσεις δικαστικών λειτουργών στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η υποχρέωσή του να εκδώσει αμελλητί τα διατάγματα προαγωγής στις θέσεις του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επανενεργοποιήθηκε μετά την επιβεβαίωση και επανυποβολή τους με τις υπ’ αριθμ. 18, 19 και 20 /21-6-2019 πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Η παράλειψη, λοιπόν, της αμελλητί εκδόσεως των προεδρικών διαταγμάτων, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.
-Ωστόσο, η επίμαχη παράλειψη του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι διαρκής, υπό την έννοια ότι αδιαλείπτως έως σήμερα παραλείπεται η έκδοση του προεδρικού διατάγματος αναφορικά με την προαγωγή των αντιπροέδρων του ΣτΕ, και άρα διαρκώς παραλείπεται α) η συμμόρφωση στη συνταγματική υποχρέωση εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος και β) η άρση της ήδη συντελεσθείσας παρανομίας, λόγω της παραλείψεως εκδόσεως του κρίσιμου προεδρικού διατάγματος. Πρόκειται για διαρκή παράλειψη οφειλόμενη νόμιμης ενέργειας της Διοίκησης, με αναλογική εφαρμογή της ΣτΕ 1214/2002, για τη διαρκή παρανομία των οργάνων του Δημοσίου (κατά την οποία η διαρκής εξακολούθηση της παρανομίας της Διοίκησης, στηριζόμενη στην άπαξ τελεσθείσα παρανομία μέσω διοικητικής πράξης – ή παράλειψης- , εκκινεί νέα αυτοτελή παραγραφή για κάθε έτος στο οποίο ανάγεται η ζημία).
-Κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, το χρονικό σημείο στοιχειοθετήσεως της το πρώτον συντελεσθείσας παραλείψεως του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν είναι νομικά κρίσιμο για την εξέταση του εμπροθέσμου της παρούσας, καθώς η διαρκής παρανομία του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία είναι εξακολουθητική και αναγεννά την υποχρέωση του προς πράξη συνεχώς, καθιστά την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εμπροθέσμως ασκηθείσα.
– Άλλως και επικουρικώς, η έκδοση του επίμαχου προεδρικού διατάγματος έπρεπε να διενεργηθεί το αργότερο την 1η Ιουλίου 2019, ήτοι την ημερομηνία κατά την οποία κενώνονταν οι θέσεις των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Από την ημερομηνία τούτη, λοιπόν, συντελείται το πρώτον παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η οποία, όμως σε αντιστοιχία προς τα ανωτέρω, είναι διαρκής. Συνεπώς, και υπό αυτή την εκδοχή, η παρούσα αίτηση ακυρώσεως τοποθετείται στη σφαίρα του εμπροθέσμου.
Νομικοί λόγοι
Σύμφωνα με τους νομικούς ισχυρισμούς η παράλειψη εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος προαγωγής των τριών Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι παράνομη, κατά τους αιτούντες, για τους ακόλουθους λόγους:
Παραβιάζει ευθέωςτο άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος, κατά το οποίο, εν προκειμένω, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε δέσμια αρμοδιότητα να εκδώσει το επίμαχο προεδρικό διάταγμα.
Παραβιάζει την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, ερμηνευομένη σε συνδυασμό με τα άρθρα 26 παρ. 2, 35 παρ. 1, 50, 30 παρ. 1, 82 παρ. 1 και 85 Συντ., τα οποία ορίζουν τον θεσμικό ρόλο και τις (συγκεκριμένες) αρμοδιότητες που διαθέτει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενόψει των οποίων δεν επιτρεπόταν σε αυτόν να απόσχει από την έκδοση του επίμαχου προεδρικού διατάγματος.
Παραβιάζει την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, σε συνδυασμό με τις συνταγματικές, αλλά και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (άρθρα 26 παρ. 3, 87 παρ. 1 και 2, 88, 20 παρ. 1 Συντ. και 2, 19 ΣΕΕ, 47 ΧΘΔΕΕ και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ), οι οποίες κατοχυρώνουν το κύρος και την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και από τις οποίες απορρέουν η αρχή της συνέχειας των κρατικών λειτουργιών, ειδικότερα δε η συνταγματική επιταγή για ομαλή λειτουργία των ανωτάτων δικαστηρίων.
Τυχόν αποδοχή της δυνατότητας αρνησικυρίας του Προέδρου της Δημοκρατίας ως προς τα προεδρικά διατάγματα προαγωγής των επιλεγέντων δικαστικών λειτουργών αναιρεί τον ρυθμιστικό, σταθεροποιητικό και εγγυητικό ρόλο του, ενώ παράλληλα καθιστά τη δικαστική εξουσία δέσμια των πολιτικών επιλογών τόσο της απελθούσας, όσο και της επερχόμενης πολιτικής ηγεσίας.
Σε δήλωσή του ο κ. Λαζαράτος αναφέρει:
«Πρόκειται για μια ιδιαίτερα σημαντική υπόθεση, η οποία αφορά τα άκρως επίκαιρα ζητήματα της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς και του ακριβούς ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας στο πολίτευμά μας.
Το Σύνταγμα, εκτός από πολιτικό, είναι ιδίως νομικό κείμενο, ερμηνευόμενο με αυστηρούς μεθοδολογικούς κανόνες, ανάλογους με αυτούς που ισχύουν σε όλα τα πεδία του δικαίου.
Τούτους τους αυστηρούς κανόνες προσπαθεί να υπηρετήσει το δικόγραφο που κατατέθηκε σήμερα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως μείζονος εγγυητού της ορθής νομικής ερμηνείας του Συντάγματος.».