Δίκη Siemens: Πρόταση για ενοχή 32 κατηγορουμένων από την εισαγγελία
Η πλημμελής άσκηση καθηκόντων των στελεχών του ΟΤΕ το 1997 κατά την σύναψη της σύμβασης 8002, κόστισε στον οργανισμό ποσά κατά πολύ μεγαλύτερα των 69 εκατομμυρίων ευρώ που πληρώθηκαν για δωροδοκίες από την Siemens, καθώς δεν διαπραγματεύθηκαν τίποτα προς όφελος της ελληνικής πλευράς σύμφωνα με την εισαγγελέα της έδρας του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων, Ελένη Σκεπαρνιά.
Η εισαγγελέας ολοκλήρωσε σήμερα την αγόρευσή της για την υπόθεση της σύμβασης του ΟΤΕ και της Siemens, καταλήγοντας στην πρόταση ενοχής για συνολικά 32 κατηγορούμενους. Από αυτούς, 15 είναι πρώην στελέχη της ελληνικής και της γερμανικής Siemens και τα 2 παρένθετα πρόσωπα που χρησιμοποίησε ο Χριστοφοράκος, 11 πρώην στελέχη του ΟΤΕ, 3 από την γερμανική και ελληνική PriceWaterhouse coopers. Επίσης, οι 2 πρώην τραπεζικοί υπάλληλοι, Φάνης Λυγινός και Ζαν Κλωντ Όσβαλντ και τέλος η σύζυγος του φυγόδικου Χρήστου Καραβέλα, Μάρθα Καραβέλα.
Πρότεινε επίσης αθώωση, μεταξύ άλλων, του πρώην προέδρου της γερμανικής εταιρίας Καρλ Φρίντριχ Έντουραντ Πίρερ, του πρώην προέδρου του ΟΤΕ, Νίκου Μανασή, του Θόδωρου Τσουκάτου και των παρένθετων προσώπων που σχετίζονται με το 1 εκατομμύριο μάρκα.
Η εισαγγελική λειτουργός, κατά το δεύτερο και τελευταίο μέρος της αγόρευσής της, αναφέρθηκε στον ΟΤΕ και τα στελέχη που ενεπλάκησαν με την επίμαχη σύμβαση.
Αφού ανέφερε ότι η επιλογή της Siemens για το έργο της ψηφιοποίησης των κέντρων του ΟΤΕ ήταν αναγκαία επιλογή, τεχνικά και οικονομικά ορθή, καθώς ο οργανισμός είχε τεχνολογική εξάρτηση από τη γερμανική εταιρία λόγω προγενέστερων συμβάσεων, τόνισε ότι τελικά, εξαιτίας παραλείψεων στελεχών του να διαπραγματευθούν και να επιβλέπουν την εκτέλεση της σύμβασης 8002, καταβλήθηκε πολύ υψηλότερο τίμημα από εκείνο που θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί.
Χαρακτηριστικά όπως ανέφερε, το αρχικό κόστος, από 158 δισ. δραχμές, εκτινάχθηκε στα 236 δισ. δραχμές εξαιτίας ενεργειών των στελεχών του Οργανισμού που λειτούργησαν επ' ωφελεία της Siemens
Κατά την εισαγγελική λειτουργό, μία αναγκαία και επωφελής για την πορεία του ΟΤΕ επιλογή, οδηγήθηκε εξαιτίας παραλείψεων των στελεχών του, σε βλάβη του οργανισμού. Όπως ανέφερε, τα στελέχη του ΟΤΕ δεν διαπραγματεύτηκαν τις τιμές του υλικού που αγόρασαν, το οποίο, όταν υπογράφηκε η επίδικη σύμβαση το 1997, θεωρούνταν πλέον «ώριμο τεχνολογικά» και επομένως έπρεπε να έχει μειωμένο κόστος. Αντ' αυτού, οι αρμόδιοι του ΟΤΕ συμφώνησαν ώστε η τιμή των υλικών να είναι σε συνάρτηση με προηγούμενες συμβάσεις του οργανισμού από το 1992, όταν οι τιμές ήταν κατά πολύ υψηλότερες στην αγορά, καθώς τα επίμαχα υλικά ήταν τότε προϊόντα αιχμής.
«Εγκρίνονταν ομόφωνα οι κοστολογικές εκθέσεις χωρίς καμία έρευνα συγκριτική με τις αγορές αλλά και την ίδια την Siemens. Δεν εκμεταλλεύτηκαν καν το πλεονέκτημα της μεγάλης ποσότητας υλικού που αγόραζαν, ώστε να πετύχουν μείωση της τιμής. Δεν μερίμνησαν για την εφαρμογή των ρητρών» ανέφερε η κυρία Σκεπαρνιά.
Ανέφερε επίσης, ότι ακόμη και η ρήτρα του «προνομιακού πελάτη» που υπέγραψε ο ΟΤΕ, υπογράφηκε με την ελληνική Siemens και έμεινε σχεδόν ανεφάρμοστη εξαρχής, αφού το ελληνικό τμήμα του κολοσσού «δεν είχε άλλους πελάτες εκτός Ελλάδας» ώστε να εξασφαλίζει ευνοϊκότερη τιμολόγηση.
Η εισαγγελέας τόνισε ότι μετά την υπογραφή της σύμβασης 8002, η γερμανική εταιρία άρχισε τον χρηματισμό και μεσαίων στελεχών του ΟΤΕ, «ώστε να μην διατυπώνουν καμία αντίρρηση και κανέναν έλεγχο».
Η εισαγγελέας επίσης, αναφέρθηκε στις αλλεπάλληλες επαφές που είχε ο Χριστοφοράκος με ηγετικά στελέχη του ΟΤΕ, με τον Τσουκάτο και τον Μαντέλη, ακριβώς πριν την υπογραφή της σύμβασης. Αναφέρθηκε μάλιστα στην παραίτηση του τότε υπουργού Μεταφορών Χάρη Καστανίδη, τον Αύγουστο του 1997, ο οποίος είχε πει χαρακτηριστικά ότι «ορισμένοι αντιλαμβάνονται την παρουσία μου ως εμπόδιο στα σχέδια τους». Όπως τόνισε η εισαγγελέας, «ο κ. Καστανίδης αντικαταστάθηκε αμέσως από τον Τάσο Μαντέλη, που από το 1987 ως πρόεδρος του ΟΤΕ είχε συνάψει συμβάσεις με την Siemens».
H κ. Σκεπαρνιά πρότεινε την ενοχή 11 πρώην στελεχών του ΟΤΕ. Πρότεινε παράλληλα την αθώωση του πρώην προέδρου του οργανισμού, Νίκου Μανασή για τον οποίο ανέφερε ότι ήταν «ο μοναδικός που προέβη σε συγκεκριμένες ενέργειες για την προάσπιση συμφερόντων του ΟΤΕ και προσπάθησε να ενεργοποιήσει τις ρήτρες».
Ανάμεσα στα πρώην στελέχη που πρότεινε ενοχή η εισαγγελέας, είναι ο Γιώργος Σκαρπέλης ο οποίος φέρεται να έλαβε παράνομες πληρωμές ύψους 7, 5 εκ μάρκων.
Αθώωση επίσης, ζήτησε η εισαγγελέας για τον Θεόδωρο Τσουκάτο και τους συγκατηγορουμένους του στην υπόθεση του ενός εκατομμυρίου γερμανικών μάρκων, για την κατηγορία της άμεσης συνέργειας σε δωροληψία αγνώστων υπαλλήλων που τους έχει αποδοθεί.
Η εισαγγελική λειτουργός τόνισε ότι ο Τσουκάτος είπε ψέματα ότι δεν είχε επαφές με τον Μιχάλη Χριστοφοράκο πριν από το 1998, αλλά και ότι είπε ψέματα πως τα χρήματα αποτελούσαν «χορηγία» της γερμανικής εταιρίας για το ΠΑΣΟΚ. Σύμφωνα με την εισαγγελέα, τα χρήματα που έφτασαν στα χέρια του κ. Τσουκάτου μέσω εμβασμάτων από παρένθετα πρόσωπα, δεν κατέληξαν ποτέ στα ταμεία του κόμματος: «από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε πως τα χρήματα μπήκαν στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα το διέψευσε από την αρχή. Οι ταμίες σε όλες τις καταθέσεις τους κατά τη προδικασία δεν επιβεβαίωσαν τον Τσουκάτο. Όσα όψιμα ισχυρίστηκαν εδώ, δεν είναι πιστευτά και για αυτό διαβιβάστηκαν στην εισαγγελία οι καταθέσεις τους, να ελεγχθούν για ψευδορκία. Από τα ημερολόγια του Χριστοφοράκου, προέκυψε πως ο Τσουκάτος έλεγε ψέματα σε όλη την προδικασία και στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής Τα χρήματα δεν δόθηκαν για χορηγία. Δεν έγινε δυνατό να εξακριβωθεί πού κατέληξε η «δήθεν χορηγία», αν δόθηκε σε άλλα πρόσωπα, ή εάν ήταν για τον ίδιο. Σίγουρα δεν διατέθηκε σε υπαλλήλους του ΟΤΕ. Ο Χριστοφοράκος δεν είχε κανέναν λόγο να δωροδοκήσει υπαλλήλους του ΟΤΕ μέσω του Τσουκάτου. Είχε με τον Μαυρίδη δικό τους δίκτυο, δικό τους μηχανισμό για να χρηματίζουν στελέχη του οργανισμού".
Για τους Ζαν Κλοντ Όσβαλντ και Φάνη Λυγινό, η εισαγγελική λειτουργός πρότεινε να κηρυχθούν ένοχοι για άμεση συνεργεία σε δωροδοκία και ξέπλυμα χρήματος.
Για την σύζυγο του Χρήστου Καραβέλα, η εισαγγελέας ζήτησε να καταδικαστεί για νομομοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. «Αποδείχθηκε ότι γνώριζε για τον ρόλο του συζύγου της, από το ότι ήταν συνιδρύτρια και συνδιαχειρίστρια της off shore εταιρίας, η οποία, βάσει εγγράφων, αποδείχθηκε ότι δέχθηκε εμβάσματα από τη Siemens».
Με την έναρξη της σημερινής δεύτερης ημέρας της αγόρευσής της, η εισαγγελέας ολοκλήρωσε το κεφάλαιο των κατηγορουμένων, πρώην στελεχών της μητρικής Siemens, ζητώντας την ενοχή των Ράιχαρντ Σίκατσεκ, Ρούντολφ Βόλφγκανγκ, Ερνστ Κάιλ Φον Γιάνγκεμαν και Φράνσις Γιόσεφ Ρίχτερ.